Ένα αφιέρωμα για τους μοναχικούς γέροντες και γερόντισσες….
Ήταν Ημέρα Χριστουγέννων…. ο κυρ Γιάννης σε ένα φτωχικό σπιτάκι, σε ένα μικρό χωριό, όπως συνήθιζε κάθε μέρα, έκανε το συνηθισμένο πρόγραμμα του.
Σηκωνόταν από το κρεβάτι και σιγά σιγά έκανε την προσωπική του καθαριότητα με το μπαστουνάκι του , σέρνοντας τα πόδια του. Έριχνε άφθονο νερό στο πρόσωπο του, έπιανε το ξυραφάκι και καθώς ξυριζόταν τις περισσότερες φορές, εκοβόταν και να ….τα αίματα. Χτένιζε τα μαλλιά του και πήγαινε στην κουζίνα άλλοτε με το μπαστούνι και άλλοτε τοίχο – τοίχο. Έφτιαζε ένα καφέ και άναβε ένα τσιγάρο και βυθίζονταν στις σκέψεις του…..
Κάποια στιγμή του έρχεται και θυμήθηκε ότι σήμερα είναι Χριστούγεννα. Είδε και τον καζαμία στην σελίδα που έλεγε 25 Δεκεμβρίου. ‘Η κατά σάρκα Γέννησις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.’
Είναι Χριστούγεννα έλεγε και ξαναέλεγε και το δάκρυ έτρεχε από τα μάτια του. ‘Σήκω ρε Γιάννη τι κάθεσαι, είναι Χριστούγεννα. Θα έλθουν τα παιδιά σου να σε πάρουν. Σήκω , πήγαινε να φορέσεις τα καλά σου ρούχα, να ετοιμαστείς για να έλθουν να σε πάρουν τα παιδιά σου.’ Ήταν μόνος στο σπίτι , η γυναίκα του, η κυρία Γεωργία είχε πεθάνει 5 χρόνια πριν από την κακή αρρώστια. Όλα αυτά τα χρόνια μετά τον θάνατο της κ. Γεωργίας, κάθε καλή ημέρα τον έπαιρναν στο σπίτι τους, για να περάσουν ωραίες οικογενειακές στιγμές: παιδιά, νύμφες, εγγόνια. Είχε δύο γιούς με υψηλές κοινωνικές θέσεις.
Φόρεσε λοιπόν τα καλά του ρούχα. Ετοιμάστηκε και ξανά έκατσε στον καναπέ, ακουμπώντας στο μπαστούνι του, να περιμένει…
Βυθίστηκε στις σκέψεις για το τι είχαν περάσει με την γυναίκα του μαζί, 45 χρόνια γάμου.
Περίμενε το τηλέφωνο να χτυπήσει, για να έλθουν να τον πάρουν. Περνούσαν τα λεπτά, οι ώρες και το τηλέφωνο δεν χτυπούσε. Άναβε το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο και περίμενε με αγωνία να έλθουν να τον πάρουν, να δει τα παιδιά, τις νυμφάδες και τα εγγόνια που τα υπεραγαπούσε.
Έτρεχαν οι ώρες λοιπόν και διάφορες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του, ότι είχαν τα παιδιά του δουλειά ή το τηλέφωνο ήταν χαλασμένο. Σηκώθηκε και είδε ότι το τηλέφωνο καλούσε. Δεν είναι χαλασμένο σκέφτηκε.
Ξανακάθισε στον καναπέ, άναβε πάλι τσιγάρο , κάποια στιγμή κοιτάζει το ρολόι και η ώρα ήταν 10 και μισή . ‘ Αχ νύχτωσε, κάτι θα έτυχε στα παιδιά μου, δεν πειράζει του χρόνου να είμαστε καλά .’
Και λέει , ‘σήκω Γιάννη να πας να αλλάξεις και να μπεις στο στρώμα να κοιμηθείς.’ Δάκρυα κυλούσαν από το πρόσωπο του.
Αφήνει το μπαστούνι του στην άκρη του κρεβατιού, ξαπλώνει και σκεπάζεται για να ζεσταθεί από το κρύο και την μοναξιά, έχοντας την Εικόνα της Παναγίας στο προσκεφάλι του.
Την άλλη μέρα τα παιδιά χτυπούσαν το τηλέφωνο, αλλά κανείς από την άλλη μεριά δεν απαντούσε.
Και όταν πήγαν στο σπίτι, είδαν τον πατέρα τους στο κρεβάτι, νεκρό δίπλα στην εικόνα της Παναγιάς και το μπαστούνι του στην συνηθισμένη γωνιά, ακουμπισμένο και ένα σημείωμα.
Άγαπημένη μου Γεωργία ήρθα να περάσουμε μαζί Χριστούγεννα, τόσα χρόνια δεν άντεχα μακριά σου..
Αιδ. Πρωτ. του Οικουμενικού Θρόνου π. Αντώνιος Αρετάκης
Διοικητικός Διευθυντής Αννουσάκειου Ιδρύματος