Η ιστορία της Μονής αρχίζει από τα μέσα του 9ου αιώνα, τότε που για πρώτη φορά κτίσθηκε, από ζηλωτές Μοναχούς, στη θέση «Μένιες» του Ακρωτηρίου αυτού προς τιμή του Αγίου Γεωργίου στον ίδιο τόπο, που υπήρχε το Ιερό της θεάς Δικτύνης – Βρυτομάρτιδος Αρτέμιδος. Οι συχνές και βάρβαρες επιδρομές των πειρατών σ’ εκείνη την περιοχή, και φυσικά εναντίον της Μονής, ανάγκασαν τους Μοναχούς και ασκητές να ζητήσουν ασφαλέστερο τόπο μοναχικής ζωής. Έτσι ήλθαν νοτιότερα και σχεδόν στη «ρίζα» του Ακρωτηρίου κατά το 13ο αιώνα και έκτισαν το μικρό Μοναστήρι, που σήμερα είναι το Κοιμητήριο της Μονής.
Από το μικρό αυτό Μοναστήρι, αρχές του 17ου αιώνα, ο Μοναχός Βλάσιος, από την Αμάσεια της Κύπρου, άρχισε να κτίζει τη Μονή στη θέση που είναι σήμερα (ύστερα από μια οπτασία, κατά την παράδοση) και το έργο του συνέχισε ο Ιερομόναχος Βενέδικος Τζαγκαρόλας, ο οποίος καταγόταν από ονομαστή οικογένεια των Χανίων, που η ρίζα της ήταν Βενετική κι είχε προσχωρήσει στο Ορθόδοξο Δόγμα. Ένας ευγενής των Χανίων, ο Γεώργιος Μουρμούρης, χάρισε τεράστια περιουσία στη Μονή, που βοήθησε σημαντικά τόσο για την οικοδόμηση, όσο και για τη συντήρηση της και γι’ αυτό και δίκαια, συγκαταλέγεται στους κτήτορες της Μονής. Το χτίσιμο άρχισε το 1618 και ο Ναός της τελείωσε το 1634, όπως μαρτυρεί η επιγραφή που είναι χαραγμένη στο δυτικό πάνω μέρος του τρούλου.Από την ίδρυση της στο χώρο αυτό η Μονή μέχρι σήμερα έχει υποστεί έξι (6) μεγάλες καταστροφές: τα έτη 1645, 1652, 1822, 1841, 1867 από τους Τούρκους και το 1941 από τους Γερμανούς. Έτσι η ιστορία του Μοναστηριού μας είναι βαμμένη από το αίμα των Μοναχών του και σημαδεμένη από την καταστροφή. Όμως παρ’ όλες πς ερημώσεις και τις καταστροφές του το Μοναστήρι μας στάθηκε Κιβωτός της Ορθοδοξίας στην πίστη και στην παράδοση της, αναδείχθηκε στοργική Μάνα του υπόδουλου Γένους στον τόπο αυτό. Γαλούχησε και κράτησε την Ελληνική Παιδεία σε χρόνους και καιρούς σκοταδισμού. Διατήρησε άσβηστη τη φλόγα για την Ελευθερία και την ανάσταση του Ελληνικού Γένους. Συμπορεύτηκε με το Λαό μας στις οδύνες και στις δοκιμασίες του. Ανεδειξε στο πέρασμα των αιώνων της ζωής μου, μέχρι και σήμερα, μεγάλους της Εκκλησίας Πατέρες και Διδασκάλους, γενναίους αγωνιστές της Ελευθερίας και ονομαστούς εκπροσώπους της Ελληνικής Παιδείας.
Και σήμερα το Μοναστήρι αυτό δίδει τη ζωντανή μαρτυρία του μέσα στο χώρο της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού γενικά και του Τόπου μας ειδικότερα. Οι Μοναχοί του εξυπηρετούν τις λατρευτικές και πνευματικές ανάγκες σε πολλά χωριά της περιοχής, προσφέρουν εθελοντική εργασία στα ευαγή Ιδρύματα της Ιεράς Μητροπόλεως Κισάμου και Σελίνου, διδάσκουν σε Σχολεία της περιοχής, ενώ ταυτόχρονα και πρωταρχικά συμμετέχουν στη λατρευτική, πνευματική και κοινοβιακή ζωή του Μοναστηριού και κρατούν την παράδοση της Ορθοδοξίας και της Ελληνικής Φυλής.
Μαζί μ’ αυτά η Μονή, κατά τα τελευταία χρόνια, έχει προσφέρει μεγάλες και πολύ αξιόλογες εκτάσεις γης για την εγκατάσταση αναπτυξιακών Μονάδων της περιοχής Κολυμβαρίου, όπως είναι: το Γυμνάσιο – Λύκειο, ο Αγροτικός Συνεταιρισμός, η Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών, το Κέντρο Αγροτικής Ανάπτυξης, το Εκκλησιαστικό Οικοτροφείο, το Στάδιο, το Ειρηνοδικείο κ.λπ. Εξαιρετικά δε πρόσφερε αξιόλογη έκταση, και σε απόσταση μόλις δεκάδων μέτρων από αυτήν, για την ίδρυση της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης.
Ιδιαίτεροι σταθμοί της ζωής και της πορείας της Μονής
1618: Άρχισε η οικοδόμηση της στο χώρο που υπάρχει σήμερα.
1634: 1η Ιουνίου: Τελείωσε η οικοδόμηση του Ιερού Ναού της, που είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου (15 Αυγούστου), όπου και η επίσημη ετήσια εορτή της Μονής.
1662: Η Μονή με Πατριαρχικό Σιγγίλιο (επίσημο Πατριαρχικό έγγραφο) του Οικουμενικού Πατριάρχου Διονυσίου του Γ’, ύστερα από προσωπικές παραστάσεις κι ενέργειες του ονομαστού Ηγουμένου Ησαΐου Διακοπούλου, ανακηρύχθηκε Σταυροπηγιακή.
1664: Άρχισε η λειτουργία του Σχολείου της Μονής, σύμφωνα με τα προνόμια που της εξασφάλιζε το νέο Σταυροπηγιακό καθεστώς.
1668: Τέθηκε σε εφαρμογή το νέο καταστατικό λειτουργίας της Μονής υπό του Ηγουμένου Ησαΐου Διακοπούλου.
1805: Κτίστηκαν τα παρεκκλήσια του Ναού (Αγίου Νικολάου και Αγίου Χαραλάμπους).
1821: Η Μονή εντός των χώρων της ίδρυσε και λειτούργησε Νοσοκομείο για τους πληγωμένους αγωνιστές.
1897: Ο συνταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού Τιμολέων Βάσσος αποβιβάστηκε με στρατό νότια της Μονής και κατέλαβε την Κρήτη «εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων», όπως αναφέρεται σε προκήρυξή του, και εγκατέστησε το Αρχηγείο του εντός της Μονής.
1899: Κτίσθηκε το μεγαλοπρεπές καμπαναριό, που αντικατέστησε το παλαιότερο πολύ μικρό.
1941: Μετά την κατάληψη των Αθηνών από τα Γερμανικά Στρατεύματα κατοχής, εγκαταστάθηκε στη Μονή η Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων. Το ίδιο έτος συνελήφθησαν οι Μοναχοί της Μονής από τους Γερμανούς, οδηγήθηκαν στις φυλακές Αγυιάς, αποφασίστηκε η εκτέλεση τους, αλλά την 9η Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους αμνηστεύθηκαν.
1942 (Μεγάλη Εβδομάδα – Πάσχα): Επαναλειτούργησε μερικώς η Μονή, η οποία είχε μεταβληθεί σε Στρατόπεδο μέχρι την απελευθέρωση.
Ιερά Κειμήλια
Αν και η Μονή στο διάβα της ζωής της έπαθε τόσα δεινά και τόσες καταστροφές από τους διάφορους κατακτητές, κατόρθωσαν οι Μοναχοί της να διασώσουν αρκετά κειμήλια, που σήμερα μ’ ευγνωμοσύνη σ’ αυτούς και σεβασμό στην ιερότητα αυτών των κειμηλίων, φυλάσσονται στο χώρο της. Τέτοια κειμήλια είναι:
1. Εικόνες: Δείγματα της Κρητικής Σχολής οι περισσότερες, έργα των ονομαστών αγιογράφων Μοναχού Παρθενίου, Δημ. Σγουρού, Α. Ρίπου, Γεωργ. Στάη, Κων/νου Παλαιόκαπα, Νείλου κ.ά., που ιστορήθηκαν κατά τα έτη 1642, 1643, 1660, 1662, 1705, 1728, 1772 κ.λπ.
2. Βιβλία: Η Βιβλιοθήκη της Μονής κάηκε κατ’ επανάληψη από τούς κατακτητές. Σήμερα λειτουργεί νέα Βιβλιοθήκη – Αναγνωστήριο με μερικές χιλιάδες τόμους Βιβλίων όλων των Επιστημών. Παράλληλα φυλάσσονται μερικά παλαιά Βιβλία και ιστορικά έγγραφα όπως: Ο Κώδικας του Κτήτορα (1665) καιμικρότεροι άλλοι.
3. Δύο Πατριαρχικά Σιγγίλια: του Πατριάρχη Καλλίνικου (1690) και του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ (1797), και το Αρχείο Παρθενίου Περίδη.
4. Άμφια: Του Κτήτορα Βενεδίκτου, Επισκόπων- Αδελφών της Μονής, Επισκόπων Κισάμου – Σελίνου, και άλλων αδελφών.
5. Εκκλησιαστικά Σκεύη: Πολύτιμοι Σταυροί, ασημένια Ευαγγέλια, Δισκοπότηρα, Επιστήθιοι Σταυροί, Εξαπτέρυγα, Λειψανοθήκες με Ιερά λείψανα κ.λπ.
Στοιχεία Επικοινωνίας:
Ταχ. Διεύθυνσις: Κολυμπάρι Κισάμου Τ.Κ. 73006 Τηλ: 28240-22281
Δείτε το φωτογραφικό αφιέρωμα της Πεμπτουσίας
Δεν έχουμε γραπτές μαρτυρίες για το ξεκίνημα του ιερού προσκυνήματος της Χρυσοσκαλίτισσας. Η παράδοση αναφέρει ότι η ιερότητα του χώρου αρχίζει με την παρουσία (εύρεση) της εικόνας της Κοίμησης της Θεοτόκου σε κόγχη του βράχου. Η εικόνα αυτή κρύφτηκε εδώ πιθανότατα την εποχή της εικονομαχίας 726-842 μ.Χ. Λέγεται μάλιστα ότι βρέθηκε από ένα γεωργό που έβλεπε σαν όραμα φλόγα καντηλιού τα βράδια. Πριν κτισθεί η Χρυσοσκαλίτισσα στη θέση της υπήρχε άλλος ναός στο όνομα της Κοίμησης της Θεοτόκου. Ηταν προσκολλημένος σε σπηλαιώδη βράχο. Στη σκέπη του βράχου υπήρχε και άλλος συνεχόμενος ναός της Αγίας Τριάδος. Κάποτε αποφάσισαν να κτίσουν μεγαλύτερη την εκκλησία και σκέφτηκαν η ανέγερση να γίνει στους πρόποδες του βράχου, γιατί, έτσι θα απέφευγαν τις δυσκολίες και τον κόπο του ανεβάσματος των υλικών. Λέγεται ότι ενώ η εικόνα είχε μεταφερθεί αλλού, μυστηριακά γυρνούσε στη θέση που είχε πρωτοβρεθει. Όλοι θεώρησαν το γεγονός θέληση της Παναγίας να κτισθεί ο ναός πάνω στο βράχο, πράγμα που έγινε.
Το όνομα το πήρε, (κατά την παράδοση πάντα), από ένα χρυσό σκαλοπάτι, το τελευταίο από τα ενενήντα οκτώ που είχε τότε. Τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ο Πατριάρχης αναγκάστηκε να πουλήσει τα κτήματα της Μονής καθώς καιτο χρυσό σκαλοπάτι, για να πληρώσει τους βαρύτατους φόρους που είχε επιβάλει ο σουλτάνος, με συνέπεια την ερήμωση του Μοναστηριού. Την ημέρα του Πάσχα του έτους 1824 έγινε η μεγάλη σφα γή στο Λαφονήσι από τους Τουρκοαιγύπτιους. Στο πέρασμά τους χάλασαν δέκα εκκλησίες της περιοχής. Πέρασαν και από τη Χρυσοσκαλίτισσα που ήταν έρημη. Ήθελαν να την ισοπεδώσουν, αλλά τους εμπόδισε ένα σμήνος μελισσών, που είχε για κυψέλη την κόγχη που βρίσκεται το εικονοστάσι το οποίο συναντούμε, όταν ανεβαίνουμε στη Μονή.
Πρώτος, που κατοίκησε μετά την ερήμωση, ήταν ένας μοναχός Ιωαννίκιος από τα Κύθηρα. Μετά το θάνατο του ακολούθησε νέα ερήμωση. Το 1855 άρχισε η αναβίωση της Μονής με την εγκατάσταση του μοναχού Μανασσή Καραγιαννάκη. Καταγόταν από την οικογένεια των Γλυνιαδων του χωριού Ασκύφου Σφακίων. Από συνδρομές, άρχισε την ανακαίνιση της ερειπωμένης Μονής και από τα ερείπια έκτιζε νέα κτίρια. Μετά από μερικά χρόνια ήλθε στη Μονή ο Εμμανουήλ Καλιτσουνάκης καταγόμενος από το χωριό Τζιτζιφιά. Χειροτονήθηκε ιερομόναχος και πήρε το όνομα Μελέτιος. Ο Μανασσής έφερε την αργυρή εικόνα της Παναγίας από τη Σμύρνη. Το 1866 πέθανε ο Μανασσής αφήνοντας, μια μικρή περιουσία που είχε αγοράσει από συνδρομές και χρήματα. Ο Μελέτιος συνέχισε επάξια το έργο του προϊσταμένου του Μανασσή και επί των ημερών του το μοναστήρι ήταν ιδιόρρυθμο. Τον Μελέτιο διαδέχθηκε ο Μανασσής κατά κόσμον Μιχαήλ Κατερινάκης από το Αμυγδαλοκεφάλι. Επί Μανασσή χάλασαν την παλιά εκκλησία και έκοψαν το βράχο για τη δημιουργία χώρου για το χτίσιμο της εκκλησίας που βλέπουμε σήμερα. Το κτίριο άρχισε με προθυμία και ζήλο την 9η Μαίου 1894 και περατώθηκε την 10η Αυγούστου του ίδιου έτους. Τα εγκαίνια έγιναν την ημέρα της εορτής της Κοίμησης της Θεοτόκου (15 Αυγούστου). Το 1897 ο Μανασσής έφυγε στο εξωτερικό καί τον διαδέχθηκε ο Γρηγόριος Πλοκαμάκης (από Πλοκαμιανά) που υπηρέτησε τη Μονή περισσότερο από μισό αιώνα. Αυτόν αναφέρει ο Καζαντζάκης στο έργο του «Αναφορά στον Γκρέκο».
Το 1900 η Μονή διαλύθηκε μαζί με άλλες μονές της Κρήτης. Επανιδρύεται σαν γυναικεία το 1940. Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς, φιλοξενήθηκαν στη Μονή αρκετοί στρατιώτες, αγωνιστές και άλλοι που ανήκαν στην αγγλική κατασκοπεία. Το 1943 εγκαταστάθηκαν οι Γερμανοί κατακτητές στη Μονή (αφού έδιωξαν τους μοναχούς). Τότε πολυβολήθηκαν από αγγλικό αεροπλάνο. Σημάδια του πολυβολισμού φαίνονται σε χαμηλή εικόνα του τέμπλου. Η ζωή ξαναγύρισε μετά την 27η Ιανουαρίου 1944 ημέρα που έφυγαν οι Γερμανοί. Αυτή η ζωή συνεχίζεται αδιάκοπα από τους φιλόξενους και δραστήριους μοναχούς που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και κρατούν ζωντανό το ιερό αυτό προσκύνημα.
Στοιχεία επικοινωνίας:
Ηγούμενος: Αρχιμ. Αγαθάγγελος Κουμαρτζάκης
Ταχ. Διεύθυνσις: Βάθη Κισάμου Τ.Κ. 73012 Τηλ: 28220-61261
Η Ιερά Μονή Παρθενώνος Κισάμου (Ζωοδόχου Πηγής), ιδρύθηκε από τον Επίσκοπο Κισάμου & Σελίνου Άνθιμο Λελεδάκη το 1905-1910. Ανακαινίστηκε το διάστημα 1962-1965, από τον Επίσκοπο Ειρηναίο Γαλανάκη.
Η Ι.Μ. Παρθενώνος φιλοξένησε:
Α) Την Αστική Σχολή Θηλέων, στην οποία φοιτούσαν μαθήτριες της περιοχής Καστελλίου μετά τις σπουδές τους στο Δημοτικό.
Β) Τη νεοϊδρυθείσα Σχολή Κωφαλάλων, (μοναδική τότε σε ολόκληρη την Κρήτη).
Γ) Τάφους των Επισκόπων. Στη δεξιά πλευρά του Ναού της Ζωοδόχου Πηγής, υπάρχουν οι τάφοι των αοιδίμων Επισκόπων Δωροθέου Κλωνάρη και Ανθίμου Λελεδάκη και στην αριστερή του πλευρά οι τάφοι των Χρυσοστόμου Αγγελιδάκη και Ευδοκίμου Συγγελάκη.
Σήμερα εγκαταβιούν σ’αυτήν 10 μοναχές, εκ των οποίων 4 Ρουμάνες, οι οποίες παράλληλα με την προσευχή ασχολούνται με την αγιογραφία και την χειροτεχνία. Ηγουμένη είναι η μοναχή Μαρκέλλα Δαμιανάκη.
Στοιχεία Επικοινωνίας:
Ηγουμένη: Μαρκέλλα Δαμιανάκη, (μ.8).
Ταχ. Διεύθυνσις: Καστέλι Κισάμου Τ.Κ. 73400 Τηλ: 28220-22281
1) Τιμίου Σταυρού, Συρικαρίου Κισάμου.
2) Αγίων Πατέρων, Αζωγυρέ Σελίνου.
3) Μιχαήλ Αρχαγγέλου, Επισκοπής Κισάμου.
4) Κοιμήσεως Θεοτόκου, Τυλίφου Κισάμου.
5) Υπαπαντής του Κυρίου, Χάμπαθα Γραμβούσης Κισάμου
6) Γενεσίου Θεοτόκου-Γρα Κεράς, Δελιανών Κισάμου