Δεκατέσσερα χρόνια έμεινα στη Ριζάρειο, δεκατέσσερα χρόνια φόβου και τρόμου μπροστά στην ευθύνη να σφραγίζεις ανθρώπινες προσωπικότητες με το λόγο σου και το παράδειγμά σου. Μόνο ένας φοίνικας στη κάτω μεριά της Σχολής γνωρίζει τα δάκρυα που ξεχείλιζαν τα μάτια μου τις νύχτες των προσευχών μου για να με φωτίσει ο Θεός τι πρέπει κάθε στιγμή να λέω και να πράττω, μην πάρω ψυχές στο λαιμό μου, μην οδηγήσω ανθρώπους, άθελά μου, σε λάθος μονοπάτια.
Και κάτι άλλο παιδί μου, και κάτι άλλο: Ξέρεις...αν κάτι με «έδεσε» με τον Χριστό δεν ήταν τόσο, ούτε ο λόγος Του ούτε τα θαύματά Του. Αυτό, που πάντα με καθήλωνε ήταν η έμπρακτη, μέχρι θανάτου, αγάπη και ταπεινοφροσύνη Του. Θέλησα να μην λοξοδρομήσω ποτέ απ’ το παράδειγμά Του. Δεν υπήρξε λοιπόν διακόνημα, καθήκον, ακόμη και –ας την πούμε- «ανάρμοστη» για τη θέση μου χειρωνακτική εργασία που να υπέδειξα σε μεγάλο ή μικρό, πριν με δει να καταπιάνομαι πρώτος εγώ.