Ἀριθμ. Πρωτ. 1.155/Φ.5.1 Ἐν Κισάμῳ, τῇ 11ῃ Φεβρουαρίου 2025
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ 2025
«Ἰδού καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού καιρός μετανοίας.
Ἀποθώμεθα τά ἔργα τοῦ σκότους, καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός…»
(Ἰδιόμελον τῶν Ἀποστίχων Ἑσπερινοῦ Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς)
Ἀδελφοί μου ἀγαπημένοι,
Ταξιδιῶτες, ὅλοι τῆς ζωῆς, καλούμεθα τούς χρόνους καί τούς καιρούς τῆς ζωῆς μας νά τούς ζοῦμε μέ τήν προοπτική τοῦ τελικοῦ προορισμοῦ τοῦ ταξιδιοῦ μας. Καί ὁ προορισμός τοῦ ταξιδιοῦ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν χαρά τῆς ἀτελεύτητης κοινωνίας μέσα στήν ἀνοιχτή ἀγκαλιά Του, ὅπου δέν ὑπάρχει πόνος, λύπη ἤ στεναγμός, ἀλλά ζωή φωτεινή, αἰώνια καί ἀτελεύτητη.
Ἡ ὄμορφη, κατανυκτική καί ἰδιαιτέρου κάλλους περίοδος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, πού ἀνοίγεται ἐνώπιόν μας, προσφέρεται γιά ὅλους μας ὡς «καιρός», «εὐκαιρία» ἐπαναπροσδιορισμοῦ τοῦ ταξιδιοῦ τῆς ζωῆς μας. Ἐπιστροφῆς δηλαδή στήν κατάσταση γιά τήν ὁποία δημιουργηθήκαμε. Πορεία πρός τά ἔσχατα, τόν σκοπό τῆς ὑπάρξεώς μας καί τόν τελικό προορισμό τοῦ ταξιδιοῦ μας. Εὐκαιρία νά ἀνοίξουμε διάπλατα τήν ψυχή μας γιά νά ἔρθει ἡ ὥρα τοῦ Θεοῦ. Νά μεταμορφωθεῖ ἡ ζωή μας, νά γευθεῖ κάτι ἀπό τήν ἀλήθεια καί τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Νά ξυπνήσει ἡ ψυχή μας, νά βγοῦμε ἀπό τήν σκλαβιά τῶν παθῶν καί τῶν ἀδυναμιῶν μας. «Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα τί καθεύδεις», ἡ προσευχή τῆς Ἐκκλησίας.
Τόν τρόπο τῆς ἐλευθερίας ἀπό τίς ἁλυσίδες αὐτές τῆς σκλαβιᾶς τόν δείχνει ὁ Ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ὁ ὁποῖος μᾶς παραγγέλλει: «Ὅταν ὁ κῆπος τῆς ψυχῆς σου εἶναι γεμάτος ἀγκάθια (πάθη), μήν προσπαθεῖς νά τά ξεριζώσεις καί βρίσκεσαι διαρκῶς τραυματισμένος καί μολυσμένος ἀπό τήν ἀσχολία σου μαζί τους. Δώσε ὅλη τήν δύναμή σου στά λουλούδια τῆς ψυχῆς σου, πότισέ τα, καί τότε τ’ ἀγκάθια θά ξεραθοῦν μόνα τους. Καί τό καλύτερο λουλούδι εἶναι ἡ ἀγάπη σου στόν Χριστό. Ἄν ποτίσεις αὐτήν καί ἀναπτυχθεῖ, ὅλα τ’ ἀγκάθια μαραίνονται. Τό οὐσιαστικότερο εἶναι νά φύγεις ἀπ’ τόν τύπο καί νά πηγαίνεις στήν οὐσία. Ὅ,τι γίνεται, νά γίνεται ἀπό ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πού συνδυάζεται μέ τήν προσευχή καί μέ τήν ἁγιότητα τοῦ βίου, κάνει ἅγιο τόν ἄνθρωπο, τόν εἰρηνεύει, διότι ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός. Μήν ἀγωνιᾶς, οὔτε νά προσπαθεῖς νά κόψεις ἤ νά διορθώσεις τό ἐλάττωμα τοῦ ἄλλου. Ἀγάπησέ τόν μέ τό ἐλάττωμά του. Ὁ Κύριος θά φροντίσει γι’ αὐτό. Μήν προσπαθεῖτε μέ ἀνθρώπινους τρόπους νά διορθώσετε κακές καταστάσεις. Δέν ἔρχεται κανένα καλό ἀποτέλεσμα. Μόνο μέ τήν προσευχή θά φέρετε ἀποτέλεσμα. Νά ἐπικαλεῖσθε τήν θεία Χάρη γιά ὅλους. Νά πάει ἡ θεία Χάρις μέσα στήν ψυχή τους καί νά τούς ἀλλοιώσει. Αὐτό θά πεῖ χριστιανός», καταλήγει.
Ἀδελφοί μου,
Ἐάν θέλουμε οἱ θόρυβοι καί οἱ ἀναστατώσεις τῆς ζωῆς, πού συνήθως γεμίζουν τίς μέρες, ἀκόμα καί τίς νύχτες μας, νά μήν μᾶς ἐξουσιάζουν, νά μήν μᾶς καταδυναστεύουν· ἐάν ἐπιθυμοῦμε νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τά ἄγχη καί τίς ἀγωνίες μας, πού μοιάζει νά ἔχουν γίνει δεύτερη φύση μας· ἐάν θέλουμε νά ἀρχίσουμε νά νιώθουμε ἐλεύθεροι, ἀνάλαφροι, ἀληθινά εὐτυχισμένοι καί χαρούμενοι, τότε χρειάζεται νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ ἀληθινή εὐτυχία ἔρχεται ἀπό τήν ψυχή μας πού, ὅπως λέει καί ὁ Ντοστογέφσκυ, «ἀγγίζει ἕναν ἄλλο κόσμο». Πρόκειται γιά τόν κόσμο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά ὅπου, στήν κατάσταση αὐτή, ὁ ἄνθρωπος βιώνει μία ἐσωτερική ὀμορφιά. Βιώνει τήν ἀληθινή ἐλευθερία, καθώς ἀποκτᾶ ἐμπειρία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Γίνεται ἀνάλαφρος καί εἰρηνικός, φωτίζεται τό εἶναι του, ὅπως φωτίζει τίς βουνοκορφές ἡ πρωινή ἡλιαχτίδα, ἐνῷ ἀκόμα στήν κοιλάδα εἶναι σκοτάδι. Βιώνει, δηλαδή, τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καί συνειδητοποιεῖ τό ἀληθινό νόημα τῆς ζωῆς. Ποιό; Ὅτι γεννήθηκε ὄχι γιά νά πεθάνει, ἀλλά πεθαίνει γιά νά ζήσει.
Μέσα, λοιπόν, ἀπό αὐτή τήν προοπτική, τήν προοπτική τῆς αἰωνιότητας, μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία νά πορευτοῦμε, νά ταξιδέψουμε, νά ζήσουμε καί νά χαροῦμε τό ὄμορφο αὐτό, πνευματικό ταξίδι τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Στή λαγνεία τῶν πάσης φύσεως ἐξαρτήσεων καί ἀκόρεστων ἐπιθυμιῶν μας, ἀντιπροτείνει τόν κατευνασμό τῶν παθῶν καί τήν ἰσορρόπηση τῶν ἀντιθέσεων· στήν ἀλαζονεία τῆς ἐπίδειξης καί προβολῆς τοῦ ἐγώ μας, ἀντιτάσσει τήν καλλιέργεια καί ἄσκηση τῆς περισυλλογῆς, τῆς αὐτοκριτικῆς καί τῆς αὐτομεμψίας· στόν κορεσμό τῆς ὑπερβολῆς καί τῆς ὑπερ-κατανάλωσης, προβάλλει τήν ἄσκηση, τήν νηστεία, τήν ἐγκράτεια καί τήν λιτότητα· στόν ναρκισσισμό αὐτοπροβολῆς τῶν δῆθεν καλῶν μας ἔργων, ὑψώνει τήν ταπείνωση καί τήν μετάνοια· στήν ἀκατάσχετη, τέλος, πολυλογία καί περιέργειά μας, παραβάλλει τήν σιωπή καί τήν προσευχή.
Ἐλᾶτε νά ἀγωνιστοῦμε, ὅλοι μαζί ἀδελφοί, «τόν ἀγῶνα τόν καλόν», αὐτή τήν Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή, γιά νά γευθοῦμε, φτάνοντας στό τέλος τοῦ προορισμοῦ τοῦ ταξιδιοῦ μας αὐτοῦ, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τό Πάσχα, δηλαδή τή νέκρωση τοῦ θανάτου, τήν καθαίρεση τοῦ Ἅδου καί τήν ἀπαρχή τῆς αἰωνίου βιωτῆς, ὅπως θά ψάλλουμε τό βράδυ τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως, μή λησμονῶντας τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ μας: «ᾧ δέ ὀλίγον ἀφίεται, ὀλίγον ἀγαπᾷ» (Λουκ. 7,47), πού σημαίνει: «ἐκεῖνος πού νομίζει ὅτι χρωστάει λίγο, λίγο ἀγαπᾶ».
Νικηφόροι, καρποφορούμενοι παρά Θεοῦ οἱ πνευματικοί ἀγῶνες πάντων ἡμῶν.
Διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης,
Ὁ Ἐπίσκοπος καί πνευματικός σας πατέρας,
† Ὁ Κισάμου & Σελίνου
ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ