Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Πανορθόδοξος Σύνοδος ἡ συνελθοῦσα εἰς τὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ 2016, μέσα ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν ἀποφάσεών Της.
Ὑπὸ Ἀρχιμ. Τύχωνος, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα Ἁγίου Ὄρους. Ἰούλιος 2017.
Ἔχει παρέλθει ἤδη ἕνα ἔτος ἀπὸ τὴν ὁλοκλήρωσι τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου εἰς τὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ τοῦ 2016. Ἦταν μία Σύνοδος ἡ ὁποία δέχθηκε σφοδρὰ πολεμικὴ καὶ ἀντιμετωπίσθηκε μὲ ἀπορριπτικὴ διάθεσι τόσο πρὶν τὴν σύγκλησί Της ὅσο καὶ μετὰ τὴν ὁλοκλήρωσι τῶν ἐργασιῶν Της. Δὲν σκοπεύουμε νὰ ἀπαντήσουμε εἰς τὰ ἐπιχειρήματα τῶν ἐναντιουμένων πρὸς τὴν Ἁγίαν Σύνοδον, ἀλλὰ θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἐμφανίσουμε καὶ νὰ προβάλουμε τὰ ὅσα ἐδίδαξε καὶ ἀπεφάσισε ἡ Σύνοδος αὐτὴ διὰ μέσου τῶν κειμένων Της. Ἔτσι, κάθε καλοπροαίρετος θὰ δυνηθῆ νὰ σχηματίση ἀντικειμενικὴ καὶ ἀνεπηρέαστη γνώμη γιὰ τὴν ὀρθότητα καὶ πιστότητα τῶν ἀποφάσεων Αὐτῆς πρὸς τὴν ἀεὶ βιουμένη ὑπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Πίστεως. Τὰ ὅσα ἀκολουθοῦν δὲν ἀποτελοῦν συστηματικὴ ἀνάλυσι τῶν κειμένων τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ἀλλὰ ταπεινὴ προσπάθεια ἀναγνώσεως καὶ κατανοήσεως τῶν στοιχείων ἐκείνων τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν Πίστεως, τὰ ὁποῖα ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος προσεπάθησε νὰ διατυπώση καὶ νὰ διακηρύξη.
α) Εἰς τὸ κείμενο “Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον” ἀπ’ αὐτῆς τῆς ἀρχῆς τοῦ κειμένου, εἰς τὴν πρώτην παράγραφον, διακηρύσσεται ὅτι “Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἐν τῇ βαθείᾳ ἐκκλησιαστικῇ αὐτοσυνειδησίᾳ αὐτῆς…”, ἐκφράζοντας ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν διαχρονικὴ Πίστι τῆς Ἐκκλησίας, δεσμεύουσα δὲ καὶ ὁριοθετοῦσα συγχρόνως τὰ ὅρια ἐντός τῶν ὁποίων εἶναι δυνατὸν νὰ ἑρμηνευθοῦν καί νά κατανοηθοῦν τὰ ὅσα περιλαμβάνονται στὴν συνέχεια τοῦ κειμένου. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πιστεύει ἀκραδάντως καὶ κατέχει μέσα στὸ βαθύτερο μέρος τῆς συνειδήσεώς Της, διὰ τῆς ἐμπειρικῆς βιώσεως τῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ὅτι εἶναι Μία καὶ μοναδική, μὲ τὸ νὰ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ καὶ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό παρατεινόμενον εἰς τοὺς αἰῶνας. Διὰ τοῦτο εἶναι καὶ Ἁγία, κατὰ κυριολεξίαν καὶ ἀποκλειστικότητα, καθ’ ὅσον ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ὁ μόνος Ἅγιος καὶ πηγὴ πάσης ἁγιότητος, ὁ Ὁποῖος πραγματικὰ σαρκώθηκε καὶ διὰ τοῦ Τιμίου Του αἵματος ἔσωσε καὶ ἁγίασε τὸν κόσμο καὶ τόν ἄνθρωπο. Τὴν πληρότητα τῆς ἀληθινῆς Πίστεως κατέχει φυσικῶς ὁ Κύριος, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ δι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία Του εἶναι Καθολικὴ, ἔχει δηλαδὴ καὶ Αὐτή ὡς φυσική Της ἰδιότητα νὰ περιέχη καὶ νὰ περιλαμβάνη ὁλόκληρη τὴν ὀρθὴ καὶ ὑγιαίνουσα Πίστι, τὴν Ἀποστολικὴ Πίστι. Αὐτὴ τὴν Πίστι τὴν ὁποία ἐβίωσε μὲ τὴν ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ Ἐκκλησία τῆς ἐποχῆς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, συνεχίζει μὲ τὸν ἴδιο οὐσιαστικὰ τρόπο νά ζῆ ἡ Ἐκκλησία ἀδιαλείπτως μέχρι σήμερα. Ἡ Πατερικὴ Θεολογία καὶ γραμματεία, τὰ τυπικὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ αἱ ἱεραὶ ἀκολουθίαι, ἀποτελοῦν προσπάθεια τῶν ὑπευθύνων τῆς Ἐκκλησίας κάθε ἐποχῆς νὰ διασαφηνίσουν, νὰ ἑρμηνεύσουν καὶ νὰ καταστήσουν πλέον κατανοητὸ, εἰς τὸ πλήρωμα Αὐτῆς, τὸ ἴδιο Μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, ὅπως τὸ ἐβίωσε ἡ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. (Πρβλ. παράγρ. 2).
β) Αὐτὴ ἡ βαθυτάτη αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅτι κατέχει τὴν πληρότητα τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλυφθείσης ἀληθείας, τῆς δίδει τὴν δυνατότητα νὰ “πιστεύη ἀκραδάντως ὅτι κατέχει κυρίαν θέσιν εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ἐντὸς τοῦ συγχρόνου κόσμου.” (Βλ. παρ. 1). Τὸ κείμενο ἀκολούθως προσθέτει: “Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς διάλογοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς καὶ ἡ συμμετοχὴ Αὐτῆς εἰς τήν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν ἐρείδονται ἐπὶ τῆς συνειδήσεως ταύτης τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ οἰκουμενικοῦ αὐτῆς πνεύματος ἐπὶ τῷ τέλει τῆς ἀναζητήσεως, βάσει τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς ἑνότητος ὅλων τῶν Χριστιανῶν.” (Βλ. παρ. 5). Ἡ ἑνότητα, λοιπόν, τῶν Χριστιανῶν δὲν ὑποδηλοῖ ἕνα σημεῖο πρὸς τὸ ὁποῖο πρέπει ὅλοι μας νὰ πορευθοῦμε, προκειμένου νὰ ἐπιτευχθῆ ἡ ἑνότης, ἀλλὰ τὸ σημεῖο αὐτό εἶναι συγκεκριμένο καὶ συμπίπτει καὶ συνταυτίζεται μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τὸ σημεῖο τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν ταυτίζεται μὲ τὴν γνησιότητα τῆς Ἀποστολικῆς Πίστεως καὶ τῆς Πίστεως τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, στοιχεῖα τὰ ὁποῖα ἀκραδάντως πιστεύει ὅτι κατέχει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, σύμφωνα πάντα μὲ τό κείμενο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου.
γ) “Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀδιαλείπτως προσευχομένη ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως, ἐκαλλιέργει πάντοτε διάλογον μετὰ τῶν ἐξ αὐτῆς διεστώτων, τῶν ἐγγὺς καὶ τῶν μακράν” (Βλ. παρ. 4). Ἡ φράσις “τῶν ἐξ αὐτῆς διεστώτων” σημαίνει, αὐτῶν οἱ ὁποῖοι, διὰ διαφόρους λόγους καὶ εἰς διαφόρους ἱστορικὰς στιγμὰς, ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν πίστι τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἀκολούθησαν, προτίμησαν καὶ ἐν τέλει ἀποδέχθηκαν ἄλλες ἑτερόδοξες καὶ αἱρετικές διδασκαλίες. Ἔκτοτε πάντοτε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πρωτοστατεῖ, ἀκολουθοῦσα τὸ ἀποστολικὸν λόγιον “ὅς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν” (Α’ Τιμ. 2,4) καὶ ἀγωνίζεται διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος, διὰ τὴν ἐπάνοδον τῶν ἀπομακρυνθέντων ἀπ’ Αὐτῆς, εἰς τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν, τοὐτέστιν εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, διότι μόνη Αὐτὴ κατέχει, βιώνει καί ἐκφράζει τὴν γνησίαν Ἀποστολικὴν Πίστιν καὶ τήν πίστιν τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὅπου λοιπὸν τὸ κείμενον ἀναφέρεται εἰς τήν χριστιανικὴν ἑνότητα, ἐννοεῖ ἑνότητα ἐν τῇ Ἀληθείᾳ, δηλαδὴ ἐπιστροφὴ καὶ ἐπανένταξι εἰς τὴν ἀληθινὴ Πίστι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. (Πρβλ. παρ. 4).
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἦτο θετικῶς διατεθειμένη εἰς τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους καὶ τὴν “Οἰκουμενικὴν Κίνησιν τῶν νεωτέρων χρόνων, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι διὰ τοῦ διαλόγου δίδει δυναμικὴν μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καὶ τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρὸς τοὺς ἐκτὸς αὐτῆς, μὲ σκοπὸν τὴν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρὸς τὴν ἑνότητα.” (Πρβλ. παρ. 6). Πάντοτε τὸ ζητούμενον εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας, τό ὁποῖον ἐπανειλημμένως διατρανώνεται ὅτι ταυτίζεται μὲ τὴν Πίστι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Προσφέρεται δὲ ἡ μαρτυρία αὐτῆς τῆς ἀληθείας ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας δυναμικὰ, ὥστε νά προετοιμασθῆ ἡ προσέγγισις ὅσων ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τήν ἀλήθεια καὶ νὰ ἐπιτευχθῆ ἐν τέλει ἡ ἐπάνοδος καὶ ἡ ἕνωσίς τους μὲ Αὐτήν.
δ) “Κατὰ τὴν ὀντολογικὴν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ διαταραχθῇ.” (Βλ. παρ. 6). Διακηρύσσεται λοιπὸν καὶ κατὰ τὴν σημερινὴ ἐποχή, συνοδικῶς καὶ πανορθοδόξως, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τὸ ἕνα σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ βιώνει τὴν μίαν καὶ ὀρθὴν Ἀποστολικὴν πίστιν διὰ τῆς ὁποίας καὶ ἑνώνεται μὲ τὸν ἐν Τριάδι ἀληθινὸν Θεόν, ἀπὸ τὸν Ὁποῖον καὶ ἀντλεῖ τὴν ἑνωτική της δύναμιν. Αὐτὴν λοιπὸν τὴν θεοδώρητον εὐλογίαν τοῦ σαρκωθέντος Θεανθρώπου νὰ καλέση τοὺς ἀνθρώπους εἰς ἑνότητα μὲ τὴν συμμετοχή τους εἰς τὸ Σῶμα Του, δηλαδὴ τὴν ἁγίαν Του Ἐκκλησίαν, ἀλλά καὶ τὴν δι’ αὐτῆς ἑνότητα τοῦ κάθε πιστοῦ μὲ τὸν Κύριον τῆς Δόξης διὰ τῆς ἀκτίστου Θείας Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος καὶ τὴν πραγματικὴν ἐμπειρίαν τῆς θεώσεως, δὲν μπορεῖ, εἶναι ἀδύνατον, νὰ τὴν διαταράξη ὁ ὁποιοσδήποτε.
“Παρὰ ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν τῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν,” (Βλ. παρ. 6). Ἀφοῦ ἡ Σύνοδος ἔχει διατυπώσει τὴν πεποίθησί Της διὰ τὴν μοναδικότητα τῆς Πίστεως τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἀδιατάρακτη ἑνότητά Της ἐξ αἰτίας τοῦ συνέχοντος Αὐτὴν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δέχεται, διὰ λόγους οἰκονομίας, συγκαταβάσεως, φιλανθρωπίας καὶ διευκολύνσεως τῆς ὁδοῦ τῆς ἐπιστροφῆς πρὸς τὴν Ἀλήθειαν, τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν, ὅσων κατὰ καιροὺς ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ Αὐτήν, ὡς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν, οἱ ὁποῖες διευκρινίζεται σαφῶς, ὅτι δὲν εὑρίσκονται πλέον σὲ μυστηριακὴ κοινωνία μὲ τὴν Μία καὶ Ἁγία Ἐκκλησία. Ἡ ὀνομασία “ἑτερόδοξοι Ἐκκλησίαι” δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν καὶ συνάφειαν μὲ τὴν δογματικὴν ἔννοιαν τοῦ ὅρου. Ἔχει μόνον ἱστορικὴν καὶ κοινωνιολογικὴν σημασίαν, χαρακτηρίζουσα ὅσους κατὰ καιροὺς ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ Αὐτὴν λόγῳ τῶν αἱρετικῶν τους πεποιθήσεων, διατήρησαν ὅμως κατὰ τὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ τὸν ὅρον ἐκκλησία πρὸς χαρακτηρισμὸν τῆς αἱρετικῆς τους ὀντότητας.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὴν ὁμάδα τῶν ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν δὲν ὑφίσταται καμμία διάκρισις ἤ ἐξαίρεσις. Μὲ αὐτὴ τὴν διατύπωσι συμπεριλαμβάνεται ὅλος ὁ δυτικὸς Χριστιανισμὸς εἰς ὅλας του τὰς ἐκφάνσεις, μηδὲ αὐτοῦ τοῦ Παπισμοῦ ἐξαιρουμένου. Ἀπ’ ὅλους λοιπὸν αὐτοὺς, οἱ ὁποῖοι ἀπομακρύνθηκαν (“τῶν διεστώτων”) κατὰ καιροὺς ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ἀπαιτεῖται ἡ ἀποσαφήνισις τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καὶ ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐτῶν διδασκαλίας περὶ μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καὶ ἀποστολικῆς διαδοχῆς. (Πρβλ. παρ. 6). Θεωρεῖται λοιπὸν σαφέστατα ὑπὸ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ὅτι ὅσοι ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξον Πίστι καὶ περιέπεσαν εἰς λανθασμένας καὶ αἱρετικὰς διδασκαλίας, ὀφείλουν νὰ ξεκαθαρίσουν καὶ νά ἀναθεωρήσουν τὶς ἀντιλήψεις τους σχετικὰ μὲ αὐτές, ὥστε ἀφοῦ ἀποκαταστήσουν τὶς πεποιθήσεις τους καὶ ἐπανέλθουν εἰς τὴν σωστὴν καὶ ὀρθόδοξον Πίστι, δυνηθοῦν νὰ ἐπανενταχθοῦν καὶ νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησία.
ε) Μία προσεκτικὴ ἀνάγνωσις τοῦ κειμένου μᾶς ἀναδεικνύει, ὅτι μὲ ἤπιες φράσεις, ἀλλὰ μὲ σαφὲς καὶ διαυγὲς περιεχόμενον, θεωρεῖται ὡς “εὐνόητο ὅτι κατὰ τὴν διεξαγωγὴν τῶν θεολογικῶν διαλόγων κοινὸς πάντων σκοπὸς εἶναι ἡ τελικὴ ἀποκατάστασις τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καὶ τῇ ἀγάπῃ ἑνότητος.” (Βλ. παρ. 12). Ἐπίσης οἱ θεολογικοὶ διάλογοι “προσδιορίζονται πάντοτε ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καὶ τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμεμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως.” (Βλ. παρ. 20). Ἐν συνεχείᾳ ἀναφορικὰ μὲ τὸ ἔργον τῆς ἐπιτροπῆς “Πίστις καὶ Τάξις” καταλήγει τὸ κείμενο: “Ἐν τούτοις ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διὰ κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καὶ τάξεως, διότι αἱ μὴ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καὶ Ὁμολογίαι παρεξέκλιναν ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.” (Βλ. παρ. 21). Ὡσαύτως καὶ τὸ τελευταῖον ἄρθρον 24 καταλήγει: “Εἶναι ἀπαραίτητος ἡ συνέχισις τῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸν διῃρημένον χριστιανικὸν κόσμον ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καὶ πίστεώς της.”
Εἶναι σαφὲς λοιπὸν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει πλήρη αὐτοσυνειδησίαν, ὅτι κατέχει τὴν ἀποστολικὴν παράδοσι καὶ πίστι τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅτι οἱ θεολογικοὶ διάλογοι ἀποσκοποῦν εἰς τὴν ἐπάνοδον εἰς τὴν ὀρθόδοξον πίστιν, ὅσων παρεξέκλιναν ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, βάσει πάντοτε τῶν ἀρχῶν τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καὶ τῶν ἱερῶν Κανόνων, ὅπως ἔχουν διαμορφωθεῖ καὶ διατυπωθεῖ ἐντὸς τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
στ) Ἔπίσης στὸ ἄρθρο 18 ἀναφέρεται: “Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πιστὴ εἰς τὴν ἐκκλησιολογίαν αὐτῆς, εἰς τὴν ταυτότητα τῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς δομῆς καὶ εἰς τὴν διδασκαλίαν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, συμμετέχουσα ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ Π.Σ.Ε., οὐδόλως ἀποδέχεται τὴν ἰδέαν τῆς ‹‹ἰσότητος τῶν Ὁμολογιῶν›› καὶ οὐδόλως δύναται νὰ δεχθῇ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὥς τινα διομολογιακὴν προσαρμογήν.” Ἔχει πλήρη συναίσθησι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὅτι ταυτίζεται, κατέχει καὶ βιώνει τὴν Πίστι τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ μὲ αὐτὴν τὴν συνείδησι συμμετέχει στὸ Π.Σ.Ε., χωρὶς νὰ ἐπιτρέπη σὲ κανένα νά ὑπονοήση ὅτι εἶναι δυνατὸν ποτὲ νὰ δεχθῇ τὴν ἰδέα τῆς ἴσης ἀξίας τῶν διαφόρων ὁμολογιῶν, οἱ ὁποῖες συμμετέχουν σ’ αὐτό. Ἐπίσης διαυγέστατα δηλώνει ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν σὲ καμμία περίπτωσι νὰ δεχθῇ τὴν ἔννοια τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἀποτέλεσμα προσαρμογῶν καὶ προσθαφαιρέσεων μεταξὺ τῶν ὁμολογιῶν, προκειμένου νὰ προκύψη μιὰ νέα ὁμολογία κοινῶς ἀποδεκτή. Ἐξάλλου καὶ μὲ τὴν δήλωσι τοῦ Τορόντο πάλι διατρανώνεται ἡ πεποίθησις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅτι δὲν θεωρεῖ τὰς ἄλλας ἐκκλησίας ὡς ἐκκλησίας ὑπὸ τὴν ἀληθῆ καὶ πλήρη ἔννοια τοῦ ὅρου. (Πρβλ. παρ. 19).
Μὲ τὶς ἀνωτέρω ἐπισημάνσεις ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Πανορθόδοξος Σύνοδος ὁριοθετεῖ τὰ πλαίσια, ἐντὸς τῶν ὁποίων δύνανται νὰ κινοῦνται οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τὴν λεγομένην οἰκουμενικὴν κίνησιν καὶ συγχρόνως περιγράφει τὸ νόημα καὶ τὴν σκοπιμότητα τὴν ὁποίαν ἐπιτρέπεται νὰ ἔχη αὕτη ἀπὸ σκοπιᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οὕτω ὁποιαδήποτε ἐνέργεια ἤ ὑποστήριξις θεολογικῶν θέσεων ὑπὸ ὀρθοδόξων οἱ ὁποῖες προωθοῦν τὴν ἰσότητα τῶν Ὁμολογιῶν ἤ τὴν διομολογιακὴν προσαρμογήν, γίνεται σαφὲς ὅτι εὑρίσκονται ἐκτὸς τῶν πεποιθήσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ἐμφοροῦνται ὑπὸ τοῦ πνεύματος τῆς πλάνης. Ἐνέργειαι αἱ ὁποῖαι ἐκ πρώτης ὄψεως μπορεῖ νὰ φαίνωνται ἀσήμαντοι, καὶ ἴσως ἔτσι νὰ ξεκίνησαν ὑπό τινων ἀδελφῶν, προσεκτικώτερον ὅμως ἐξεταζόμεναι ἔρχονται εἰς πλήρη ἀντίθεσι μὲ τὴν ἀνωτέρω ἀπόφασιν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, εἰς τὸ ἑξῆς ὄχι μόνον πρέπει νὰ ἀποφεύγωνται, ἀλλὰ καθίστανται πλέον ἀπηγορευμέναι καὶ παντελῶς ἀνεπίτρεπτοι.
Εἰς τὸ πρόσφατον παρελθὸν ὑπεστηρίζετο ὑπό τινων ἀδελφῶν ἡ ἄποψις, ὅτι προέχει ἡ προσέγγισις τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ἡ ἕνωσις ἀκόμη αὐτῶν (μετὰ τῶν Παπικῶν), μὲ τὴν προώθησιν τοῦ διαλόγου τῆς ἀγάπης, τιθεμένων τῶν δογματικῶν διαφορῶν εἰς δευτέραν μοῖραν καὶ ἐπαφιεμένων νὰ τακτοποιηθοῦν εἰς τὸ ἀπροσδιόριστον μέλλον. Ἡ ἄποψις αὐτὴ ὡς ἐμπίπτουσα εἰς τὴν διομολογιακὴν προσαρμογὴν καὶ μὴ ἐκπληροῦσα τὴν πιστότητα εἰς τὴν ἀρχαίαν πίστιν τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀπορρίπτεται πλέον καὶ ἐπισήμως ὑπὸ τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου. Ἐπίσης πρακτικαί, ὅπως τὸ χειροφίλημα τοῦ Πάπα ὑπὸ Ὀρθοδόξων Ἀρχιερέων, καθὼς καὶ ὁ λειτουργικὸς ἀσπασμὸς μετὰ ἑτεροδόξων, προσκρούουν πλέον σαφῶς εἰς τὰς ἀνωτέρω ἀναφερομένας ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη καμμιὰ δικαιολογία, ὥστε νὰ ἐπαναλειφθοῦν τέτοια ἤ παρόμοια γεγονότα εἰς τὸ μέλλον.
Τὶς τελευταῖες δεκαετίες παρατηροῦμε προσπάθειες μερικῶν ἑτεροδόξων νὰ ἀποδείξουν ὡς ἰσαξίαν καὶ συμπορευομένην μὲ τὴν ἰδική τους πνευματικότητα, τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο μὲ αὐτή τὴν ἰσοπεδωτικὴ λογικὴ ὑποστηρίζουν ὅτι καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τὸ ὁποῖον ἐπιφέρει ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἐφ’ ἑνὸς ἑκάστου τῶν πιστῶν, σχετικῶς μὲ τὴν προκοπὴν αὐτῶν εἰς τὰς ἀρετὰς καὶ εἰς τὴν μετοχήν εἰς Αὐτὸ εἶναι ταυτόσημο. Ὡστόσο, δὲν εἶναι δυνατὸν ἀπὸ διαφορετικὰ πιστεύω καὶ βιώματα νὰ προκύπτουν ταυτόσημα ἤ καὶ παρόμοια πνευματικὰ ἀποτελέσματα. Τοῦτο γνωρίζουσα ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος δὲν ἀποδέχεται τὴν ἰσότητα τῶν ὁμολογιῶν, ὁδηγοῦσα εἰς τὴν σωστὴν ἀντίληψιν καὶ στάσιν τὰ τέκνα Της καὶ βοηθοῦσα τοὺς ἐκ τῶν ἑτεροδόξων καλοπροαιρέτους ἀδελφοὺς νὰ μὴν ἀπατῶνται μὲ ψευδεῖς ὑποσχέσεις, ὅτι τάχα μποροῦν καὶ αὐτοὶ νὰ μετάσχουν εἰς τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ τῆς ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ δὴ τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐνῶ ἐξακολουθοῦν νὰ μὴν τυγχάνουν μέλη Αὐτῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπιμένει ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος εἰς τὴν ἀνάγκην ἐπιστροφῆς τῶν “διεστώτων” εἰς τὴν ἀρχαίαν πίστιν τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπου ἡ ὀρθή πίστις στὸ Τριαδικὸ δόγμα, χωρὶς τὴν παραχάραξιν τοῦ filioque, διασφαλίζει καὶ τὴν πλήρη καὶ ὀρθὴ συμμετοχὴ στὰ χαρίσματα τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
ζ) Εἰς τὴν παρ. 23, ἐνῶ φαίνεται νὰ προβάλλεται ἡ ἀναγκαιότητα τοῦ διαχριστιανικοῦ διαλόγου μέσα σὲ πολιτισμένα πλαίσια “ἐμπνεόμενοι ὑπὸ τῶν κοινῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου”, ἐν τούτοις σκοπὸς εἶναι νὰ ὑπογραμμισθῇ καὶ νὰ στηλιτευθῇ τὸ μέγιστο κακὸ τοῦ προσηλυτισμοῦ, τοῦ ὁποίου θύματα εἶναι πάντοτε οἱ ὀρθόδοξοι πιστοί. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ κείμενο ρητὰ τονίζει: “ἀποκλειομένης πάσης πράξεως προσηλυτισμοῦ, οὐνίας ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνεργείας ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ”. Δὲν εἶναι πρώτη φορὰ ποὺ ἀσχολεῖται ἡ Ἐκκλησία μὲ αὐτὰ τὰ θέματα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ἐπισήμως πλέον, ἀπορρίπτει μὲ ἔμφασι (“ἀποκλειομένης πάσης”) κάθε προσηλυτιστικὴ ἐνέργεια, κάνοντας μάλιστα ἰδιαίτερη μνεία τῆς πονηρᾶς μεθόδου τῆς οὐνίας.
Μὴ νομίσει δὲ κανεὶς, ἐξ ἀφορμῆς τῶν ἀνωτέρω, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία παραιτεῖται τοῦ ἱεραποστολικοῦ Της ἔργου. Ἀντιθέτως θέλει νὰ διατρανώση καὶ νὰ ὑπογραμμίση τὴν πλήρη ἀντίθεσι μεταξὺ ἱεραποστολῆς καὶ προσηλυτισμοῦ. Αὐτὴ ἡ διαφορὰ διατυπώνεται σαφῶς στὴν 5η παράγραφο τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ κειμένου γιὰ τὴν ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας στὸν σύγχρονο κόσμο. Ἀφοῦ ἀναφερθῇ στὸν λόγο τοῦ Κυρίου “Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη”, συνεχίζει: “Ἡ ἀποστολὴ αὐτὴ πρέπει νὰ ἐκπληροῦται ὄχι ἐπιθετικῶς ἤ διὰ διαφόρων μορφῶν προσηλυτισμοῦ, ἀλλὰ ἐν ἀγάπῃ, ταπεινοφροσύνῃ καὶ σεβασμῷ πρὸς τὴν ταυτότητα ἑκάστου ἀνθρώπου καὶ τὴν πολιτιστικὴν ἰδιαιτερότητα ἑκάστου λαοῦ. Εἰς τὴν ἱεραποστολικὴν αὐτὴν προσπάθειαν ὀφείλουν νὰ συμβάλουν πᾶσαι αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι”. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἦθος τῆς ὀρθοδόξου ἱεραποστολῆς, ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου “πορευθέντες”, προκειμένου νὰ δώση τὴν εὐκαιρία τῆς σωτηρίας σὲ ὅσους θέλουν. Ἀντιθέτως ὁ προσηλυτισμὸς ποὺ ἀσκοῦν οἱ ἑτερόδοξοι, συκοφαντώντας τὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας, στοχεύει μὲ κάθε δόλιο τρόπο στὴν ἀπόκτηση νέων ὀπαδῶν καὶ συνεργῶν στὴν ὁδὸ τῆς ἀπωλείας.
η) Εἰς τὸ κείμενον “Ἡ ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸν σύγχρονον κόσμον”, προβάλλεται ἡ ἀλήθεια ὅτι “ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἀπορρέει ἐκ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καὶ καθ’ ὁμοίωσιν καὶ ἐκ τῆς ἀποστολῆς αὐτοῦ εἰς τὸ σχέδιον τοῦ Θεοῦ,” καί ὅτι “ὁ σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου Θεοῦ εἶναι ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου.” (Βλ. κεφ. Α, παρ. 1). Βάσει αὐτῶν τῶν ἀρχῶν τῆς πίστεως ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει τὰ διάφορα κοινωνικὰ, βιοηθικὰ καὶ ἄλλα σύγχρονα προβλήματα θέτοντας πάντοτε ὡς προτεραιότητα τὴν ἀξίαν τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν σωτηρίαν αὐτοῦ, ἀναδεικνύουσα δὲ συγχρόνως ὅτι “ἡ ἁμαρτία εἶναι πνευματικὴ ἀσθένεια, τῆς ὁποίας τὰ ἐξωτερικὰ συμπτώματα εἶναι αἱ ταραχαί, αἱ ἔριδες, τὰ ἐγκλήματα καὶ οἱ πόλεμοι, μετὰ τῶν τραγικῶν αὐτῶν συνεπειῶν. Ἡ Ἐκκλησία ἐπιδιώκει νὰ ἐξαλείψη οὐ μόνον τὰ ἐξωτερικὰ συμπτώματα αὐτῆς τῆς ἀσθενείας, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν ταύτην τὴν ἀσθένειαν, τὴν ἁμαρτίαν.” (Βλ. κεφ. Γ, παρ. 4).
Ἐπίσης “Διὰ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἡ ἱκανότης πρὸς ἐπιστημονικὴν ἔρευναν τοῦ κόσμου ἀποτελεῖ θεόσδοτον δῶρον εἰς τὸν ἄνθρωπον. Συγχρόνως ὅμως πρὸς αὐτὴν τὴν κατάφασιν, ἡ Ἐκκλησία ἐπισημαίνει τοὺς κινδύνους, οἱ ὁποῖοι ὑποκρύπτονται εἰς τὴν χρῆσιν ὡρισμένων ἐπιστημονικῶν ἐπιτευγμάτων.” (Βλ. κεφ. ΣΤ, παρ. 11). Δὲν ἦτο δυνατὸν ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος νὰ διεξέλθη ὅλα αὐτὰ τὰ θέματα, τὰ ὁποῖα διαλαμβάνει τὸ ἐν λόγω κείμενον λεπτομερῶς, ὅμως θέτει τάς ὀρθὰς θεολογικὰς καὶ πνευματικὰς βάσεις, ἐπὶ τῶν ὁποίων καλοῦνται οἱ πιστοὶ καὶ αἱ κατὰ τόπους Ἐκκλησίαι νὰ ἐγκύψουν καὶ νὰ τὰ ἐπεξεργασθοῦν περαιτέρω.
Πρὸς τὸ τέλος τοῦ κειμένου διακηρύττει μάλιστα, ὅτι “κατὰ τοὺς χρόνους τούτους τῆς ἐκκοσμικεύσεως ἰδιαιτέρως προβάλλει ἡ ἀνάγκη, ὅπως ἐξαρθῇ ἡ σημασία τῆς ἁγιότητος τοῦ βίου, ἐν ὄψει τῆς πνευματικῆς κρίσεως, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τὸν σύγχρονον πολιτισμόν… Ἡ Ὀρθόδοξος Παράδοσις, διαμορφωθεῖσα διὰ τῆς βιώσεως ἐν τῇ πράξει τῶν χριστιανικῶν ἀληθειῶν, εἶναι φορεύς πνευματικότητος καὶ ἀσκητικοῦ ἤθους, τὸ ὁποῖον δέον νὰ ἐξαρθῇ καὶ προβληθῇ ὅλως ἰδιαιτέρως κατὰ τὴν ἐποχὴν ἡμῶν.” (Βλ. κεφ. ΣΤ, παρ. 13).
η) Εἰς τὸ κείμενον ποὺ ἀφορᾶ τὸ Μυστήριον τοῦ Γάμου, ἀρχικῶς δηλώνεται ἡ πεποίθησις εἰς τὴν ἱερότητα αὐτοῦ ἐπισημαίνοντας ὅτι “ἡ ἐν Χριστῷ ἕνωσις ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς συνιστᾷ μίαν μικρὰν ἐκκλησίαν ἤ μίαν εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἕνωσις αὕτη διὰ τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ ὑψοῦται εἰς ὑψηλότερον βαθμὸν, διότι ἡ κοινωνία εἶναι ὑπεροχωτέρα τῆς ἀτομικῆς ὑπάρξεως, ἀφοῦ τούς εἰσάγει εἰς τὴν τάξιν τῆς Βασιλείας τῆς παναγίας Τριάδος.” (Βλ. κεφ. Ι, παρ. 4). Ἔχοντας αὐτὴ τὴν θεολογικὴ βάσι κατόπιν ἐκφράζεται διὰ τοῦ κειμένου τῆς Συνόδου ἡ πλήρης ἀντίθεσις τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸν πολιτικὸν γάμον, ὁ ὁποῖος στερεῖται μυστηριακοῦ χαρακτῆρος. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο δηλώνεται καὶ ἡ μὴ ἀποδοχὴ τοῦ συμφώνου συμβιώσεως, ὅπως καὶ κάθε ἄλλης μορφῆς συμβιώσεως. Παρὰ ταῦτα “τὰ συνάπτοντα πολιτικὸν γάμον μέλη τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζωνται μετὰ ποιμαντικῆς εὐθύνης, ἡ ὁποία ἐπιβάλλεται διὰ νὰ κατανοήσουν τὴν ἀξίαν τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου καὶ τῶν ἐξ αὐτοῦ ἀπορρεουσῶν εὐλογιῶν δι’ αὐτούς.” (Βλ. κεφ. Ι, παρ. 9 καὶ 10).
Τὰ κωλύματα τοῦ Γάμου ἐπαναβεβαιοῦνται ὑπὸ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ἀκολουθώντας πιστὰ τοὺς θείους καὶ ἱεροὺς Κανόνας, δυναμένων τῶν κατὰ τόπους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν διὰ τῶν Ἱερῶν Συνόδων Αὐτῶν νὰ ἐφαρμόζουν τὴν ἀρχὴν τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, συμφώνως πρὸς τὰς ἀρχὰς τῶν ἱερῶν κανόνων, ἐν πνεύματι ποιμαντικῆς διακρίσεως, ἐπὶ τῷ σκοπῷ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. (Πρβλ. κεφ. ΙΙ. Παρ. 5, ιι.). Ἡ ἀνεπιφύλακτος ἀποδοχὴ τῶν ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τῆς Ἁγίας Συνόδου εἰς ὅλα τὰ σημεῖα τῶν ἀποφάσεών Της, ἔχει ἰδιαίτερη βαρύτητα, καθὼς σηματοδοτεῖ τὴν στάσιν τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι μερικῶν ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι τοποθετοῦνται ὑποτιμητικὰ σχετικὰ μὲ τοὺς ἱεροὺς Κανόνας καὶ ἐπιδιώκουν νὰ μειώσουν τὸ κῦρος αὐτῶν.
θ) Εἰς τὸ θέμα “Ἡ σπουδαιότης τῆς νηστείας καὶ ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον”, ἡ Ἁγία Σύνοδος προβάλλει τὰς θεολογικὰς καὶ πνευματικὰς προϋποθέσεις τῆς νηστείας καὶ ἀποδέχεται τὰς παραδεδομένας περιόδους νηστείας, συνιστῶσα συγχρόνως ταύτας “ὡς θεοδώρητον φυλακτήριον τῆς καινῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τῶν πιστῶν κατὰ πάσης ἐπιβουλῆς τοῦ ἀλλοτρίου.” (Βλ. παρ. 6). Ἐπὶ πλέον δέχεται καὶ νηστείας πέραν τῶν καθιερωμένων “κατὰ τὴν προαίρεσιν τῶν πιστῶν τηρουμένων.” (Βλ. παρ. 6).
Αὐτό τὸ ὁποῖον ὀφείλουμε, νομίζω, νὰ παρατηρήσουμε, σχετικῶς μὲ τὰ δύο θέματα τοῦ Γάμου καὶ τῆς Νηστείας, εἶναι, ὅτι ἐνῶ αὐτὰ ἐτέθησαν ὡς θέματα μὲ τὸ σκεπτικὸ τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ, τάσις ἡ ὁποία ἐπηρέαζε πολλοὺς ἐκ τῶν ὑπευθύνων τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὶς προηγούμενες δεκαετίες, κατέληξε εἰς τὰ κείμενα τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, τῇ ἐπινεύσῃ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι μόνον νὰ μὴν ὑποστῇ κάποιαν ἀλλοίωσιν ἡ παραδεδομένη ἐκκλησιαστικὴ τάξις, ἀλλὰ νὰ ἐπιβεβαιωθῇ καὶ νὰ προβληθῇ αὐτὴ ἀκόμη περισσότερο πρὸς τοὺς πιστοὺς ὡς ἀπαραίτητη πρὸς σωτηρίαν. Τοῦτο θεωροῦμε, ὅτι κατέστη δυνατὸν διὰ τῆς θεολογικῆς ἀναπτύξεως καὶ ἐμβαθύνσεως εἰς τὴν Πατερικὴν Θεολογίαν κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν τελευταίων δεκαετιῶν, ἰδιαίτερα ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ περασμένου αἰῶνος καὶ ἑξῆς. Μὲ τὴν πλούσια παραγωγὴ καὶ ἐκδοτικὴ προσφορὰ τῶν Πατερικῶν ἔργων ἔγινε ἀντιληπτὸ, ὅτι ὁ Εὐαγγελικὸς λόγος, ἡ Ἀποστολικὴ Πίστι, τὸ βίωμα καὶ ἡ βιοτή τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ ἡ μέθεξις τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Παναγίου Πνεύματος διὰ μέσου τῶν ἱερῶν Μυστηρίων καὶ τῆς ἐν γένει πνευματικῆς ζωῆς τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ διαχρονικὴ καὶ ἀληθινὴ ἀνακαίνισις καὶ πρόοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀποτελεῖ ἕνα ἐγκόσμιο σωματεῖο, ποὺ προσπαθεῖ νὰ προσελκύση ὀπαδοὺς μὲ διάφορες εὐχάριστες καὶ ἱκανοποιοῦσες τὰ πάθη προσφορὲς πρὸς τὰ μέλη του, ἀλλά εἶναι θεοΐδρυτος ὀργανισμός, αὐτὸ τοῦτο τὸ Σῶμα τοῦ σαρκωθέντος Κυρίου τῆς Δόξης, ποὺ καλεῖ τοὺς πιστοὺς νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν εὐπερίστατο ἁμαρτία καὶ τὴν ἀπάτη τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου καὶ τὶς ἅγιες ἐντολές Του, τὴν μόνη καὶ ἀποκλειστικὴ ὁδὸ ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς στὴν ἀληθινὴ καὶ πραγματικὴ εὐτυχία, μὲ πλήρη γνῶσι καὶ συναίσθησι, καὶ σ’ αὐτὴ τὴν πρόσκαιρη ζωὴ καὶ στήν ἄλλη αἰωνίως.
ι) Εἰς τὰ ἄλλα δύο θέματα ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, ἀσχολεῖται μὲ τὸν τρόπο ἀνακηρύξεως μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς περιοχῆς ὡς αὐτονόμου καὶ τῶν ἄλλων σχετικῶν διαδικασιῶν καὶ σχέσεων ποὺ διέπουν μία αὐτόνομο Ἐκκλησία, καθώς καὶ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κατάστασι ἡ ὁποία ἐπικρατεῖ στὴν Ὀρθόδοξη Διασπορά. Μὲ πλήρη αἴσθησι εὐθύνης ἀναφέρεται στὸ κείμενο: “1. Διεπιστώθη ὅτι ἀποτελεῖ κοινὴν βούλησιν πασῶν τῶν ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπως ἐπιλυθῇ τὸ ζήτημα τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς τὸ ταχύτερον δυνατὸν καὶ ὅπως ὀργανωθῇ αὕτη κατὰ τρόπον σύμφωνον πρὸς τὴν ὀρθόδοξον ἐκκλησιολογίαν καὶ τὴν κανονικὴν παράδοσιν καὶ πρᾶξιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. 2. Διεπιστώθη ὡσαύτως ὅτι κατὰ τὴν παροῦσαν φάσιν δὲν εἶναι ἐφικτὴ δι’ ἱστορικοὺς καὶ ποιμαντικοὺς λόγους ἡ ἄμεσος μετάβασις εἰς τὴν αὐστηρῶς κανονικὴν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τοῦτο, τοὐτέστιν εἰς τὴν ὕπαρξιν ἑνὸς μόνου Ἐπισκόπου εἰς τὸν αὐτὸν τόπον. Ὅθεν ἀποφασίζεται ὅπως διατηρηθοῦν αἱ θεσμοθετηθεῖσαι ὑπὸ τῆς Δ’ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως Ἐπισκοπικαὶ Συνελεύσεις, ἄχρις οὗ ἐπιστῇ ὁ καιρός, κατόπιν ὡριμάνσεως τῶν συνθηκῶν, πρὸς ἐφαρμογὴν τῆς κανονικῆς ἀκριβείας.” (Βλ. Ὀρθόδοξος Διασπορά.)
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διαπιστώνει συνοδικῶς τὰ ὅλως ἰδιαίτερα προβλήματα τὰ ὁποῖα ἔχουν δημιουργηθῆ εἰς τοὺς κόλπους Της, τὶς τελευταῖες δεκαετίες, λόγω τῆς ἀνακατατάξεως τῶν γεωπολιτικῶν καὶ κοινωνικῶν συνθηκῶν καὶ προσπαθεῖ μὲ περισσὴ περίσκεψι νὰ ὁδηγήση τὶς διάφορες κανονικὲς δυσλειτουργίες, οἱ ὁποῖες ἔχουν προκύψει, πρὸς τὴν σωστή τους κατεύθυνσι, συμφώνως πρὸς τὴν κανονικὴν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας.
ια) Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος κατὰ τὴν λῆξιν Αὐτῆς ἐξέδωσε καὶ μίαν λαμπρὰν καὶ θεολογικωτάτην ἐγκύκλιον εἰς τὴν ὁποίαν ἐπαναδιατυπώνεται ἡ σημερινὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, “Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, πιστὴ εἰς τὴν ὁμόφωνον ταύτην ἀποστολικὴν παράδοσιν καὶ μυστηριακὴν ἐμπειρίαν, ἀποτελεῖ τήν αὐθεντικὴν συνέχειαν τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς αὕτη ὁμολογεῖται εἰς τὸ Σύμβολον τῆς πίστεως καὶ βεβαιοῦται διὰ τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Οὕτως, αἰσθάνεται μείζονα τὴν εὐθύνην αὐτῆς ὄχι μόνον διὰ τὴν αὐθεντικὴν βίωσιν τῆς ἐμπειρίας αὐτῆς ὑπὸ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν ἀξιόπιστον μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας πρὸς πάντας τοὺς ἀνθρώπους.” (Βλ. παρ. 2). Ἐν συνεχεία ἀναφέρεται, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῶν Συνόδων, ἀπὸ τὴν Ἀποστολικὴν ἐν Ἱεροσολύμοις σύνοδον καὶ καθ’ ἑξῆς μέχρι σήμερον. Ἀναφέρονται φυσικὰ καὶ αἱ ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγκληθεῖσαι Μεγάλαι Σύνοδοι (1341, 1351, 1368), διὰ τῶν ὁποίων ἐβεβαιώθη ἡ αὐτὴ ἀλήθεια τῆς πίστεως, ἐξαιρέτως δὲ περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καἰ περὶ τῆς μεθέξεως τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὰς ἀκτίστους θείας ἐνεργείας. (Πρβλ. παρ. 3).
Ἡ ἀναφορὰ εἰς τὰς Συνόδους ποὺ ἔλαβαν χώρα ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ἡ ὁποία σημειωτέον εἶχε ζητηθῆ καὶ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἰς τὸ προσυνοδικό του ἔγγραφον, καταδεικνύει τὴν ἀποδοχὴν τῆς περὶ ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, ἀπὸ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους, ὡς οὐσιῶδες συστατικὸ τῆς πνευματικῆς των ζωῆς. Ὄχι μόνον δὲν ὑποτιμᾶται, εἰς τὰς ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ἡ παραδεδομένη Ὀρθόδοξος Πίστις, ἀλλὰ καὶ προβάλλεται καὶ κηρύττεται εὐθαρσῶς εἰς ὅλας αὐτῆς τὰς διαστάσεις. Κατὰ τὰς ἐργασίας δὲ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου δὲν ἐνεφανίσθη καμμία προσπάθεια ὑποτιμήσεως ἤ σχετικοποιήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, χάριν ἐξυπηρετήσεως φιλενωτικῶν διαθέσεων, ὅπως, δυστυχῶς, σκαιῶς καὶ πέραν πάσης λογικῆς ἐσυκοφαντήθη ἡ Σύνοδος αὕτη. Ἐπίσης ὁ προεδρεύων τῆς Ἁγίας Συνόδου Παναγιώτατος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ἦτο θετικὸς καὶ δεκτικὸς εἰς κάθε παρατήρησι καὶ πρότασι τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, παρ’ ὅλην μερικὲς φορὲς τὴν ἀντίθεσιν τῶν στενῶν του συνεργατῶν, πρὸς πληρεστέραν καὶ σαφεστέραν διατύπωσιν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως εἰς τὰ Συνοδικὰ κείμενα. Ὀφείλουμε, νομίζω, νὰ ἀναφέρουμε τὴν ἀποστροφὴ τοῦ Παναγιωτάτου εἰς τὴν ὁμιλία του κατὰ τὴν Συνοδικὴν Θείαν Λειτουργίαν τῆς Πεντηκοστῆς εἰς τὸ Ἡράκλειο, ὅτι ἐμεῖς εἰς τὴν Ἀνατολὴν δὲν ἔχομεν Πάπα, ἀπορρίπτοντας οὕτω δημοσίως τὴν πρόσφατον προσπάθειαν τινῶν συνεργατῶν του νὰ ἐξυψώσουν ὑπεράνω τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν τὸν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλοιώνοντας τὴν ἀποδεκτὴν ὑπὸ πάντων τάξιν ὡς πρώτου μεταξὺ ἴσων. Συγχρόνως ὅμως μὲ τὸν προαναφερθέντα Πατριαρχικὸν λόγον ἀπορρίπτεται καὶ ἡ περὶ Παπικοῦ πρωτείου Δυτικὴ πλάνη.
ιγ) Εἰς τὴν ἀρχὴν ἀναφέραμε τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον καὶ ὡς Πανορθόδοξη. Δὲν ἦτο ἐκ παραδρομῆς, τό ἐννοοῦμε. Διότι ὅλαι αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι συμμετεῖχον εἰς τὰς προσυνοδικὰς διασκέψεις, συμμετεῖχον εὶς τὴν διαμόρφωσιν τῶν κειμένων καὶ συνεφώνουν μὲ αὐτὰ ὡς καὶ εἰς τὴν τελευταίαν προσυνοδικὴν σύναξιν τῶν Ὀρθοδόξων Προκαθημένων, ὅπου συνεφώνησαν τελικῶς διὰ τὴν σύγκλησιν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου κατὰ τὴν Πεντηκοστὴν τοῦ 2016. Τὸ ὅτι δὲν συμμετεῖχον τελικῶς τέσσαρες Ἐκκλησίαι εἰς τὴν Ἁγίαν Σύνοδον, δὲν μειώνει ποσῶς τὸν Πανορθόδοξο χαρακτῆρά Της, καθόσον οἱ λόγοι διὰ τοὺς ὁποίους ἀπουσίασαν δὲν εἶχον καμμίαν σχέσιν μὲ τὸ δογματικὸ περιεχόμενο τῶν κειμένων τῆς Ἁγίας Συνόδου, ἀλλὰ ὑπῆρξαν διάφοροι ἄλλοι λόγοι, πάντως ὄχι δογματικοὶ καὶ εἴς τινας περιπτώσεις ἁπλῶς, ἴσως καὶ μόνον, φθονεροί, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἐμπόδισαν νὰ προσέλθουν καὶ νὰ συμμετάσχουν.
Εἰς αὐτὸ τὸ θέμα δὲν θὰ ἐπιμείνουμε, καθόσον δὲν ἀποσκοποῦμε νά θίξουμε κανένα, παρὰ μόνον νὰ βοηθήσουμε εἰς τὴν φανέρωσι τῆς ἀληθείας. Ἐνδεικτικῶς μόνον θὰ ἀναφέρουμε ἕνα λόγιο ἑνὸς ρώσου ἀναλυτοῦ, τοῦ Victor Gaetan, μὲ κάθε ἐπιφύλαξι γιὰ τὴν ἀκρίβεια τῆς μεταφράσεως, “ἡ ἄρνησις τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νὰ συμμετάσχη στήν Σύνοδο ματαίωσε τὸ ὄνειρο τοῦ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου νὰ προβάλη τὴν ὑπ’ αὐτὸν παγκόσμια ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας”. Δυστυχῶς μερικοὶ βάζουν τὸν ἐγωϊσμό τους, τὸ κακῶς ἐννοούμενο ἐθνικό τους συμφέρον καὶ τὴν ἀντιπάθειά τους πρὸς τὸ Σεπτὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὑπεράνω τοῦ συμφέροντος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ψυχῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου, διὰ τὸν ὁποῖον ὁ Χριστὸς ἀπέθανε.
Παρὰ τὶς ἀνθρώπινες δυσκολίες, τὰ προβλήματα καὶ τὶς ἀντιξοότητες οἱ ὁποῖες ἀναφύονται σὲ κάθε συλλογικὸ ἔργο, ἰδιαίτερα δὲ στὸ σωτήριο ἔργο μιᾶς Συνόδου καὶ μάλιστα Πανορθοδόξου, ὅπου ὁ πειρασμὸς ἐρεθίζεται τὰ μέγιστα, ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἐπραγματοποιήθη καὶ ἐπετέλεσε τὸ ἱστορικὸ καὶ πνευματικὸ ἔργο Της, τῇ ἐπινεύσει καὶ ἐπιστασίᾳ τοῦ Παναγίου καὶ Τελεταρχικοῦ Πνεύματος, καὶ διετράνωσε καὶ ἐφανέρωσε τὴν ἀληθινὴ καὶ σώζουσα Ὀρθόδοξη Πίστι πρὸς πάντας τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἐγγὺς καὶ τοὺς μακράν. Ἡ πραγματοποίησις μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς ὀρθοδόξου Συνόδου δὲν ἀποτελεῖ διεκπεραίωσι διοικητικῶν ὑποθέσεων, ἀλλὰ φανέρωσι τῆς ἀγαπητικῆς σχέσεως, ἀλληλοπροσεγγίσεως καὶ ἑνώσεως τῶν μελῶν τοῦ ἑνὸς Σώματος τοῦ Χριστοῦ, εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρὸς καὶ χάριτι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δὲν εἶναι λοιπὸν δυνατὸν μία Πανορθόδοξος Σύνοδος, μὲ κόπο δεκαετιῶν προετοιμασμένη, νὰ ἀστοχήση καὶ νὰ εἶναι ἄμοιρος τῆς Χάριτος καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ὅσοι ἰσχυρίζονται κάτι τέτοιο διαψεύδονται ἀπὸ τὰ κείμενα τῆς Συνόδου καὶ συγχρόνως γίνεται φανερὸ ὅτι δὲν πιστεύουν στὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἀκαταμάχητη δύναμι τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία καὶ “συγκροτεῖ ὅλον τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας”.
ιδ) Περαίνοντες θὰ θέλαμε νὰ σχολιάσουμε καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο συνεκροτήθη ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Πανορθόδοξος Σύνοδος. Οἱ πολέμιοι τῆς Ἁγίας Συνόδου διετύπωσαν πολλὲς ἀντιρρήσεις ἐπὶ τοῦ θέματος. Ὅμως ὅταν μία μεγάλη Σύνοδος συγκαλεῖται μετὰ ἀπὸ πολλούς αἰῶνες, μέσα σὲ ἕνα τελείως διαφορετικὸ ἱστορικὸ περιβάλλον, μὲ τὴν νέα μορφὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς πραγματικότητος, αὐτὴν τῶν δεκατεσσάρων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ συγκρίνεται μὲ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, οἱ ὁποῖες συνεκλήθησαν μέσα σὲ ἕνα τελείως διαφορετικὸ κοινωνικοϊστορικὸ πλαίσιο. Κατὰ τὶς προσυνοδικὲς συνεδριάσεις, προφανῶς μετὰ ἀπὸ βασανιστικὲς συζητήσεις, κατέληξαν ὁμοφώνως εἰς τὸν γνωστὸ κανονισμὸ συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Ἔτσι τὰ προσυνοδικὰ κείμενα ἐστάλησαν εἰς τὰς κατὰ τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας πρὸς συζήτησιν εἰς τὰς Ἱερὰς Συνόδους ἑκάστης, προκειμένου νὰ διαμορφωθοῦν αἱ ἐπὶ τῶν κειμένων ἀπόψεις ἑκάστης Ἐκκλησίας καὶ οὕτω προετοιμασμέναι νὰ προσέλθουν, μὲ εἰκοσιπενταμελεῖς ἀντιπροσωπεῖες ἐπισκόπων εἰς τὴν Μεγάλην Σύνοδον πρὸς τελικὴ ἐπεξεργασία τῶν κειμένων. Δὲν γνωρίζω ἐὰν ὁ κανονισμὸς αὐτὸς εἶναι ὁ καλύτερος, ὁ χρόνος καὶ ἡ πεῖρα θὰ τὸ δείξη, ὅμως ἀπορῶ καὶ θαυμάζω πῶς κάποιοι ἀδελφοὶ ἐπαίρονται καὶ μποροῦν νὰ θεωροῦν τὴν γνώμη τους ἀνώτερη καὶ σωστότερη ἀπὸ τὴν ἀπὸ κοινοῦ γνώμη τῶν δεκατεσσάρων Ἐκκλησιῶν.
Θὰ μπορούσαμε νὰ γράψουμε πολὺ περισσότερα, ὅμως σκοπός μας δὲν εἶναι ἡ ἐξαντλητικὴ ἀνάλυσις τῶν κειμένων, ἀλλὰ ἡ ἀνάδειξι τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν κειμένων τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου καὶ ἡ ταύτισι Αὐτῆς μὲ τὴν ἀρχαία πίστι τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως συνεχίζεται καὶ βιώνεται μέχρι σήμερα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.