Skip to content Skip to footer

Νεομάρτυρες. Η δόξα της Aνατολικής Εκκλησίας

Ομιλία  κ. Χαράλαμπου  Στεργιούλη, Δρ. Βυζαντινής Φιλολογίας ΑΠΘ, σε  επετειακή εκδήλωση για τα 200 χρόνια από την Εθνική Παλιγγενεσία (Ι. Ναός Μιχαηλ Αρχαγγέλου, Ροτόντα Επισκοπής).

Στο Προοίμιο του Νέου Μαρτυρολογίου ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης θέτει – από τις πρώτες κιόλας γραμμές του έργου του το εξής ερώτημα: «διά ποία αίτια ευδόκησεν ο Θεός να γίνωνται ούτοι οι νέοι Μάρτυρες εις τους τωρινούς καιρούς;» Και δίνει την εξής απάντηση στο ερώτημα: «Αποκρίνομαι, ότι διά πέντε τινά. α΄. διά να ήναι ανακαινισμός όλης της Ορθοδόξου πίστεως. β΄. διά να μείνουν αναπολόγητοι εν τη ημέρα της Κρίσεως οι Αλλόπιστοι. γ΄. διά να είναι δόξα μεν και καύχημα της Ανατολικής Εκκλησία, έλεγχος δε και καταισχύνη των ετεροδόξων. δ΄. διά να ήναι παράδειγμα υπομονής εις όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς οπού τυραννούνται υποκάτω εις τον βαρύν ζυγόν της αιχμαλωσίας. ε΄. δε και τελευταίον, διά να ήναι θάρρος και παρακίνησις εις το να μιμηθούν διά του έργου το μαρτυρικόν τους τέλος και όλοι μεν οι Χριστιανοί … εξαιρέτως δε και μάλιστα όσοι έφθασαν να αρνηθούν πρότερον την Ορθόδοξον πίστιν». Δόξα και καύχημα της Ανατολικής Εκκλησίας είναι οι Νεομάρτυρες, όπως πολύ εύστοχα τους χαρακτήρισε ο όσιος Νικόδημος.

I ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ

Προτού όμως περάσουμε σε κάποια σημεία που αφορούν τους Νεομάρτυρες-άλλωστε αυτό είναι και το θέμα της σημερινής ομιλίας-θα ήταν καλό να αναφερθούμε εν ολίγοις στον μεγάλο αυτόν Αγιορείτη λόγιο πατέρα και το έργο του. Αν ανατρέξουμε στον συναξαριστή του μηνός Ιουλίου, θα διαβάσουμε ότι: «τῇ ΙΔ´ τοῦ αὐτοῦ μηνός (Ιουλίου), μνήμη τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τοῦ σοφωτάτου τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλου». «Σοφώτατο διδάσκαλο» της Ανατολικής Εκκλησίας χαρακτηρίζει ο συναξαριστής τον Όσιο. Τι είδους «διδάσκαλος», λοιπόν, ήταν ο όσιος Νικόδημος; Η απάντηση νομίζω είναι μία: διδάσκαλος της ορθόδοξης πνευματικότητας, αφού χάρη στον άγιο και το έργο του άρχισε η ανανέωση και αναζωπύρωση της ορθόδοξης πνευματικότητας, Κι όπως εύστοχα επισημαίνει ο Π. Πάσχος, «ὁ Ἅγιος Νικόδημος, εἶναι ἡ χρυσὴ πύλη ἀπὸ τὴν ὁποία μπαίνει ὁ ὀρθόδοξος στὴ θεολογία τῶν Πατέρων-γιὰ νὰ φτάσει μέχρι τις πρῶτες ρίζες της, στοὺς χρόνους τῶν Ἀποστόλων. Γιατὶ ὁ δρόμος ποὺ πρέπει νὰ πάρουμε γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὴ θεία γνησιότητα τῆς Ὀρθοδοξίας μας, ἀρχίζει ἀπ᾿ τὸν πλησιέστερο σὲ μᾶς ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν ἅγιο Νικόδημο, περνᾶ ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸ Νέο Θεολόγο, τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, τοὺς τρεῖς Μεγάλους Ἱεράρχες, τὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη καὶ φτάνει μέχρι τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν θεοφόρο, τὸν Ἰωάννη τὸν Θεολόγο καὶ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ἐγγυᾶται καλύτερα τὴν Ὀρθοδοξία τῆς θεολογίας μας».

Βρισκόμαστε στα μέσα του 18ου αι., μία περίοδο κατά την οποία ο Ελληνισμός σιγά σιγά προετοιμάζεται για την απελευθέρωση και την αποτίναξη της τουρκικής σκλαβιάς. Οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά δύσκολες σε ολόκληρη την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Για παράδειγμα, λαμβάνονταν βαρύτατα φορολογικά μέτρα από πλευράς κατακτητών, ενώ πολύ σπάνια δινόταν άδεια για την ανέγερση ιερών Ναών από τις επίσημες αρχές σε πόλεις που υπερτερούσε το μουσουλμανικό στοιχείο. Αντίθετα, μάλιστα, κατεδαφίζονταν όσες εκκλησίες έδρευαν κοντά σε μουσουλμανικούς χώρους προσευχής.

Στις Κυκλάδες, στο όμορφο νησί της Νάξου, γεννιέται το 1749 ο μικρός Νικόλαος-αυτό ήταν το κοσμικό του όνομα- από ευσεβείς γονείς, τον Αντώνιο και την Αναστασία Καλλιβούρτση, οι οποίοι φρόντισαν να του δώσουν χριστιανική αγωγή. Τα γράμματα άρεσαν πολύ στον μικρό Νικόλαο.

Από την ηλικία των 12 και μέχρι την ηλικία των 15, θα παρακολουθήσει μαθήματα στη Σχολή της Νάξου, ενώ επόμενος σταθμός είναι η ονομαστή Σχολή της Σμύρνης. Πέντε ολόκληρα χρόνια ο Νικόλαος θα φοιτήσει δίπλα σε ονομαστούς δασκάλους. Αξίζει να σημειώθει ότι ανάμεσα στους συμμαθητές του υπήρξαν και οι δύο μετέπειτα πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, ο Νεόφυτος ο Ζ΄ (1789-1794 και 1798-1801) και ο μαρτυρικός και τόσο αδικημένος Γρηγόριος ο Ε΄ († 10 Απριλίου 1821).

Το 1770 ο Νικόλαος αναγκάζεται να επιστρέψει στη γενέτειρά του Νάξο, μετά τους άγριους διωγμούς που εξαπέλυσαν οι Τούρκοι εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας (με αφορμή την πυρπόληση του τουρκικού στόλου στον Τσεσμέ). Ο δραστήριος επίσκοπος Παροναξίας Άνθιμος Βαρδής (1743-1779), εκτιμώντας τις ικανότητες του Νικολάου, τον πήρε κοντά του ως γραμματέα του. Εκείνη όμως την περίοδο βρίσκονταν στην Νάξο, παρά τη θέλησή τους, οι ενάρετοι αγιορείτες Κολλυβάδες ιερομόναχοι Γρηγόριος Νήφωνας και Αρσένιος, οι οποίοι είχαν εκδιωχθεί από το Άγιο Όρος, εξαιτίας της θέσης τους για την κανονική ημέρα τέλεσης των μνημοσύνων. Η γνωριμία του με τους τρεις γέροντες αγιορείτες επέδρασε στην απόφασή του να μονάσει στο Άγιον Όρος και να μυηθεί μάλιστα στη «νοερά προσευχή».

Έφυγε, λοιπόν, από τη Νάξο και πήγε στην Ύδρα, για να συναντήσει τον άγιο επίσκοπο Κορίνθου Μακάριο Νοταρά (1731-1805). Μετά τη συνάντησή του με την σεπτή αυτή μορφή ήταν σίγουρος για την απόφασή του· να μονάσει. Εγκαταβίωσε στην Ι. Μ. Διονυσίου Αγίου Όρους. Ως γραμματέας της Μονής αφιέρωσε πολύ χρόνο στη βιβλιοθήκη μελετώντας διάφορα πατερικά συγγράμματα και «κατά αυτόν τον τρόπο αποκτούσε περισσότερες γνώσεις που εν συνεχεία μετέδιδε στους αδελφούς μοναχούς μέσω της συγγραφικής δραστηριότητάς του. Στο πλούσιο αυτό έργο του παρατηρείται αφενός η κατοχή της θύραθεν και της έσω παιδείας και αφετέρου το μεγάλο βάθος των συναισθημάτων του». Στη μονή Διονυσίου έλαβε και το μοναχικό όνομα Νικόδημος. Το 1777 συναντάται εκ νέου στο Άγιον Όρος με τον άγιο Μακάριο Νοταρά ο οποίος του ζήτησε να επιθεωρήσει και αναθεωρήσει κάποια χειρόγραφα σε τρία υπό έκδοση έργα του, τη Φιλοκαλία, τον Εὐεργετινό και το Περὶ συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως. Αυτή ήταν και η πρώτη επαφή με τη συγγραφή, στην οποία επιδόθηκε στη συνέχεια με επιτυχία μέχρι το τέλος της ζωής του.

Αργότερα προσήλθε ως υποτακτικός κοντά στον γέροντα Αρσένιο τον Πελοππονήσιο. Το 1782 αναχώρησε, μαζί με τον γέροντά του, για τη Σκυροπούλα, ένα έρημο νησί του συμπλέγματος των Βορείων Σποράδων. Κατά την παραμονή του για έναν περίπου χρόνο στη Σκυροπούλα, συνέγραψε το Εγχειρίδιον, χωρίς να έχει κανένα βιβλίο μαζί του, ύστερα από παράκληση του ξαδερφού του, του επισκόπου Ευρίπου και μετέπειτα μητροπολίτη Ιωαννίνων Ιεροθέου (1799-1810). Επιστρέφοντας στο Άγιον Όρος, αισθάνεται αρκετά ώριμος για να αναπτύξει συγγραφική δράση. Τα έργα του διαδέχονται το ένα το άλλο. Αναφέρουμε μερικά ενδεικτικά: τὸ Εξομολογητάριον, τὸ Θεοτοκάριον, ο Ἀόρατος Πόλεμος, τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον και τὰ Πνευματικὰ Γυμνάσματα. Όμως η παράλληλη με τη συγγραφική δράση, συνεχής πνευματική άσκηση επιβάρυνε την υγεία του και τελικά, στις 14 Ιουλίου 1809, ο όσιος Νικόδημος σε ηλικία 60 περίπου ετών παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Η θλίψη των αγιορειτών και των χριστιανών για την απώλεια του οσίου αποτυπώνεται στα λόγια ενός αγράμματου, αλλά ευλαβούς χριστιανού, όταν πληροφορήθηκε την κοίμησή του: ««Πατέρες μου, καλύτερον ἦτον νὰ ἀπέθνησκον σήμερα χίλιοι χριστιανοὶ καὶ ὄχι ὁ Νικόδημος».

II Νέον Μαρτυρολόγιον

Πώς συνδέεται ο όσιος Νικόδημος με τους Νεομάρτυρες; Η απάντηση προφανής. Το Νέον Μαρτυρολόγιον είναι ένα πολύτιμο κείμενο, γιατί διατήρησε στην ιστορική μνήμη πολλούς Νεομάρτυρες και το Μαρτύριό τους, οι οποίοι διαφορετικά ίσως παρέμειναν άγνωστοι. 87 Μαρτύρια νέων μαρτύρων, κατά την περίοδο 1330-1794, γίνονται γνωστά στο αναγνωστικό κοινό μέχρι σήμερα μέσω του έργου του αγίου Νικοδήμου. Ο όσιος – σε συνεργασία με τους οσίους πατέρες της Χίου, Μακάριο Νοταρά, Νικηφόρο Χίο και Αθανάσιο Πάριο – προχώρησε στην κυκλοφορία του σημαντικού, για τους Ορθόδοξους, αυτού έργου. Η κυκλοφορία του «δεν αποσκοπούσε στην καλλιέργεια μόνον μαρτυρικού φρονήματος για τους μελλοντικούς νεομάρτυρες ούτε και αντικατόπτριζε απλά μία παθητική αντίσταση στο συχνό φαινόμενο των εξισλαμισμών, αλλά λειτούργησε [.] ως ένα «Ευαγγέλιο της Επανάστασης», αφού σαφώς υποδεικνύεται στους αναγνώστες του, μέσα από τα κείμενά του, η αντίσταση πολλών στις επιχειρούμενες προσπάθειες πολλών φανατικών μουσουλμάνων να τους «τουρκίσουν». Άλλωστε το φαινόμενο του εξισλαμισμού κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας αποδίδεται σε όλες τις πηγές της περιόδου με το χαρακτηριστικό ρήμα ‘‘τουρκεύω’’ ή ‘‘τουρκίζω’’. (από το εισαγωγικό σημείωμα της φωτοτυπικής ανατύπωσης του Νέου Μαρτυρολογίου από την Αγιορειτική Εστία).

Το κείμενο του Νέου Μαρτυρολογίου διακινήθηκε μεταξύ των υπόδουλων Χριστιανών με ιδιαίτερη μυστικότητα και προσοχή, για να διαφύγει της προσοχής των κατακτητών. Ήταν ένα σπουδαίο κείμενο με αλειπτικό χαρακτήρα, καλλιεργώντας το μαρτυρικό φρόνημα σε αρκετούς, κυρίως αρνησίχριστους, δηλαδή υπόδουλους χριστιανούς, οι οποίοι είχαν εξωμόσει και ασπαστεί το Ισλάμ. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι ο μεγαλύτερος αριθμός των νεομαρτύρων που περιλαμβάνονται στο Νέον Μαρτυρολόγιον, αλλά και των νεομαρτύρων που μαρτύρησαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, προέρχεται από αυτή την ιδιαίτερη ομάδα των εξ αρνησίχριστων νεομαρτύρων (βλ. παραπάνω εισαγωγικό σημείωμα).

III   ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ

Αντιλήφθηκε λοιπόν, εξαρχής ο όσιος Νικόδημος, όπως και η τριάδα των αγίων Πατέρων της Χίου, τη τεράστια σημασία του ρόλου των Νεομαρτύρων στην αναγέννηση του Γένους. Γι’ αυτό και προέβησαν στην καταγραφή, συλλογή και έκδοση των Μαρτυρίων τους, αλλά ταυτόχρονα και στη σύνθεση υμνογραφικών κειμένων προς τιμή τους. Οι Νεομάρτυρες ήταν, όπως εύστοχα επισημαίνει, ο μακαριστός π. Γεώργιος Μεταλληνός «η συνεπέστερη για την Ορθοδοξία και αποτελεσματικώτερη για το Γένος αντίσταση». Δεν διαφέρουν επιπλέον από τους Μάρτυρες των τριών πρώτων αιώνων από την εμφάνιση του Χριστιανισμού. Η κοινή συνισταμένη της όλης υπάρξης τους είναι η μαρτυρία της πίστης μέχρι θανάτου στον Ιησου Χριστό, αποδεικνύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ταυτότητα και ομοιογένεια της Εκκλησίας η οποία, σύμφωνα με τον μελετητή τους Ιωάννη Αθανασόπουλο, «αποτελεί μίαν πραγματικήν οικουμενικήν κοινωνίαν, εκτεινομένην πέραν των τοπικών και χρονικών ορίων. Διότι ο θάνατος δεν καταλύει τον δεσμόν των μελών της εν λόγω κοινωνίας. Η Εκκλησία, […] «ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας», είναι η κοινωνία, η οποία ενώνει τους αιώνας και τα έθνη».

Κύρια αιτία του φαινομένου της ύπαρξης τόσων Νεομαρτύρων αποτελούν οι εξισλαμισμοί. Σημειώνει η κ. Βασιλική Παπαγεωργίου: «Οι Νεομάρτυρες αποτελούσαν μία από τις πιθανές «απαντήσεις» στις προκλήσεις της οθωμανικής εξουσίας. Στο δίλημμα της θρησκευτικής μεταστροφής που ετίθετο από τους μουσουλμάνους, οι επιλογές δεν ήταν πολλές. Αρχικά, η αποδοχή της μεταστροφής, ο εξισλαμισμός, σήμαινε ότι ο υποψήφιος επέλεγε τη ζωή και έτσι επιβραβευόταν από τους Οθωμανούς με δώρα και αξιώματα. Ο εξισλαμισμός είχε επίσης δημόσιο χαρακτήρα, αφού οι Οθωμανοί γιόρταζαν το γεγονός και ταυτόχρονα ήταν και ένα μήνυμα προς τους ραγιάδες. Από την άλλη παρατηρούμε την εμφάνιση του φαινομένου του κρυπτοχριστιανισμού, ο οποίος συνιστούσε την προσχηματική αποδοχή του Ισλάμ. Συνήθως, η επιλογή αυτή γινόταν από τους κατοίκους ολόκληρων οικισμών, οι οποίοι επέλεγαν δημόσια τον εξισλαμισμό, αλλά παρέμεναν χριστιανοί «εν τω κρυπτώ». Τέτοιες ομάδες υπήρχαν στη δυτική Μακεδονία, στην Πελοπόννησο, στον Πόντο, στην Κύπρο, στην Κρήτη, σε νησιά του Αιγαίου, στην Αλβανία και αλλού. Με το πέρασμα των χρόνων η έμπρακτη εξάσκηση των υποχρεώσεων του Ισλάμ από αυτούς τους πληθυσμούς γινόταν συνήθεια, ενώ η κρυφή πίστη, επειδή ακριβώς ήταν κρυφή, άρχισε να λησμονιέται, καθώς επικρατούσε σταδιακά ως πραγματικότητα η δημόσια έκφραση της θρησκευτικότητάς τους».

Οι αιτίες και οι αφορμές για να οδηγηθεί κάποιος χριστιανό στον καδή (τον τούρκο δικαστή) ήταν πάρα πολλές, με πιο συχνή περίπτωση τον εθνικό και θρησκευτικό φανατισμό των Οθωμανών αλλά και την «οικονομική απληστία» τους. Και όλες αυτές κατέληγαν στην πρόταση εξισλαμισμού. Από τα Μαρτύρια όμως προκύπτουν και μεμονωμένες αφορμές για τις οποίες αναγκάστηκαν να ομολογήσουν δημόσια τον Χριστό, όπως μια απλή, κατά λάθος εκφώνηση κάποιου αποσπάσματος από το Κοράνι ή τη μουσουλμανική ομολογία πίστης (σαλαβάτι), βλ. την περίπτωση του νεομάρτυρα Αθανασίου του Κουλακιώτη († 8 Σεπτεμβρίου 1774) από τη Χαλάστρα Θεσσαλονίκης ο οποίος κατά τη διάρκεια μιας κουβέντας με έναν τούρκο αξιωματούχο, καθώς γνώριζε και την τουρκική και την αραβική γλώσσα, του είπε με απλότητα: «Η πίστη σας σ’ αυτούς τους λόγους συγκεφαλαιώνεται», και ανέφερε προφορικά τις λέξεις που συνόψιζαν την μουσουλμανική πίστη. Ο Τούρκος, όμως, μόλις άκουσε την απλή εκφορά των συγκεκριμένων λόγων τη θεώρησε τέλεια ομολογία πίστης και είπε προς τον Αθανάσιο: «Εσύ έκανες σαλαβάτι (ομολογία) και έγινες Τούρκος». Μάταια εκείνος προσπάθησε να του εξηγήσει πως η απλή εκφορά από μέρος του λέξεων στις οποίες περικλειόταν η οθωμανική πίστη σε καμία περίπτωση δε σήμαινε πως και ο ίδιος ασπαζόταν αυτή την πίστη.

Άλλη μια μεμονωμένη αφορμή που μπορούσε να οδηγήσει στο Μαρτύριο ήταν αυτή της ένδυσης με τουρκικά ενδύματα-βλ. την περίπτωση του νεομάρτυρα Αναστασίου του Βούλγαρου († 8 Αυγούστου 1794), ο οποίος εργαζόταν σε ένα οπλοποιείο στη Θεσσαλονίκη και κάποια μέρα ο μάστοράς του ήθελε να βγάλει από την πόλη, λαθραία, μερικά τούρκικα ενδύματα που είχε. Με τα πολλά κατάφερε να πείσει τον νέο να φορέσει μια φορεσιά και έτσι να την βγάλει από την πόλη, περνώντας την πόρτα του κάστρου ως Τούρκος. Βγαίνοντας από την πόλη τον σταμάτησαν όμως για τον φόρο του χαρατσιού. Για να ξεφύγει τους αποκρίθηκε ότι είναι Τούρκος και σαν Τούρκος δεν έπρεπε να πληρώσει χαράτσι. Εκείνοι τότε του ζήτησαν να κάνει ομολογία πίστεως, για να βεβαιωθούν πως είναι μουσουλμάνος. Μόλις τ’ άκουσε ο νέος έμεινε άφωνος διότι όχι μόνο δεν ήξερε τι είναι σαλαβάτι αλλά και βέβαια δεν ήθελε να κάνει κάτι τέτοιο. Μια τέλος άλλη αιτία ή αφορμή για να αλλαξοπιστήσει κάποιος ήταν ο φανατισμός κάποιων Τούρκων.

Αν παρατηρήσουμε τη χορεία των Νεομαρτύρων θα δούμε πως σε αυτήν ανήκουν γυναίκες, κυρίως εξαιτίας της άρνησής τους να ανταποκριθούν στον έρωτα κάποιου Οθωμανού, λαϊκοί, μοναχοί, ιερείς, επίσκοποι και πατριάρχες. Ακόμη και μικρά παιδιά. «Και μειράκιαν εωράκαμεν», γράφει ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Νεκτάριος (1660-1669), «προ ολίγων ετών τη τομή της μαχαίρας αφόβως υποκλίνοντα τον αυχένα». Η Ελένη η Σινωπίτιδα είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα νεαρής μάρτυρος για το οποίο καυχάται η Εκκλησία μας. Σε ηλικία 15 ετών, η Ελένη ξεχώριζε ανάμεσα στις άλλες κοπέλες τόσο για την ομορφιά της όσο και για την αγνότητά της, το ομορφότερο στολίδι του φυσικού κάλλους της. Υπάκουη εκτελούσε πρόθυμα το θέλημα των γονέων της, όπως έκανε και κατά τη Δευτέρα εκείνη που η μητέρα της την έστειλε σε ένα εμπορικό να αγοράσει τεπελίκ, επίχρυση δηλαδή κλωστή για κέντημα σε κάλυμμα κεφαλής. Στον ίδιο όμως δρόμο με το εμπορικό βρισκόταν και το Διοικητήριο, όπου διέμεινε ο πασάς της Σινώπης Ουκούζογλου. Ο Ουκούζογλου είδε την Ελένη, γοητεύτηκε από την ομορφιά της και ζήτησε από δύο στρατιώτες να την φέρουν μπροστά του για να ικανοποιήσει τις αισχρές επιθυμίες που γεννήθηκαν στην ακόλαστη ψυχή του.

Οι δύο στρατιώτες δεν άργησαν να βρούνε το ανυποψίαστο κορίτσι. Εκστασιασμένος ο πασάς από την ομορφιά της κόρης –της υποσχέθηκε πλούτη και τιμές, αν υπέκυπτε στους βρωμερούς πόθους του. Ατάραχη η Ελένη του απάντησε ότι δεν ανήκει σε κανέναν παρά μόνο στον Χριστό. Όταν ο πασάς διαπίστωσε ότι η Ελένη δεν επρόκειτο να αλλάξει γνώμη και να του δοθεί με τη θέλησή της, αποπειράθηκε δυο φορές να την ατιμάσει. Και τις δύο όμως φορές μια αόρατη δύναμη τον απωθούσε και δεν τον άφηνε να πραγματοποιήσει τους άνομους πόθους του, ενώ η Ελένη προσευχόταν μυστικώς και έλεγε τον ‘‘Εξάψαλμο’’ για να γλιτώσει. Οργισμένος και συνάμα απογοητευμένος ο Ουκούζογλου, διέταξε να την κλείσουν στη φυλακή. Την ώρα όμως κατά την οποία οι φρουροί την οδηγούσαν στα υπόγεια του Διοικητηρίου, η Ελένη με τη βοήθεια της Θείας Χάριτος κατάφερε να δραπετεύσει και να επιστρέψει στο σπίτι της, όπου διηγήθηκε στους γονείς της τα όσα πέρασε στα χέρια του Ουκούζογλου.

Ο πασάς μόλις πληροφορήθηκε πως η νεαρή Ελένη είχε αποδράσει από τη φυλακή, έξαλλος και γεμάτος οργή, κάλεσε τους προκρίτους και τους διαβεβαίωσε πώς αν δεν του έφερναν μπροστά του την Ελένη, θα έσφαζε όλους τους χριστιανούς της πόλης. Οι πρόκριτοι δεν είχαν κανένα περιθώριο επιλογής. Η Ελένη έπρεπε να παραδοθεί στον πασά για να σωθεί ο χριστιανικός πληθυσμός. Έτσι κάλεσαν με τη σειρά τους τον πατέρα της για να του ανακοινώσουν την απόφασή τους. Με λυγμούς ο πατέρας δέχθηκε – σαν άλλος Αβραάμ – να θυσιάσει την κόρη του, βάζοντας πάνω από όλα το γενικό καλό.

Φοβερά βασανιστήρια περίμεναν τη νεαρή κόρη, μετά την παράδοσή της στον Ουκούζογλου. Αυτή όμως παρέμενε σταθερή στην πίστη της. Στο τέλος, αφού πρώτα της κάρφωσαν δύο μεγάλα καρφιά στο κεφάλι της, την αποκεφάλισαν. Το έγκλημά τους όμως δεν τελείωσε εδώ. Έβαλαν το κομμένο κεφάλι της Μάρτυρος μαζί με το ακέφαλο σώμα της σε ένα τσουβάλι και τα πέταξαν στη θάλασσα. Για μέρες το τίμιο λείψανό της έπλεε στην επιφάνεια της θάλασσας και ένα ουράνιο φως το έλουζε. Οι Τούρκοι βλέποντας το θαυμαστό γεγονός φώναζαν: «η γκιαούρισσα καίγεται, η γκιαούρισα καίγεται». Κάποια στιγμή όμως το ιερό λείψανο της Μάρτυρος βυθίστηκε.

Δεν πέρασαν πολλές μέρες και κοντά στο μέρος που είχε βυθιστεί το λείψανο, αγκυροβόλησε ένα ελληνικό πλοίο. Το τρίτο βράδυ ο νυχτοφύλακας του πλοίου είδε στο βυθό κάτι να λάμπει σαν χρυσός. Όταν το ανέσυραν διαπίστωσαν πως επρόκειτο για το τσουβάλι με το λείψανο της Μάρτυρος.

Το σώμα της Μάρτυρος μεταφέρθηκε σε άλλο πλοίο – από τον φόβο των Τούρκων – και από εκεί αναχώρησε με προορισμό τη Ρωσία. Η κεφαλή της, αφού πρώτα παραδόθηκε στον θείο της δάσκαλο, απετέθη στη συνέχεια στην εκκλησία της Παναγίας στη Σινώπη. Κατά το 1924, με τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου, οι Έλληνες της Σινώπης αναγκάστηκαν να εκπατριστούν. Μαζί τους πήραν και τον ανεκτίμητο θησαυρό, την κάρα της Αγίας, την οποία κατέθεσαν στην εκκλησία της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Μαρίνας στην Άνω Τούμπα Θεσσαλονίκης.

Υπάρχει όμως και κάποια ξεχωριστή κατηγορία, οι Νεομάρτυρες οι εξ αγαρηνών προερχόμενοι, οι οποίοι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν ως μουσουλμάνοι, αλλά στην ενήλικη ζωή τους μεταστράφηκαν και μάλιστα θανατώθηκαν αρνούμενοι να προδώσουν την νέα πίστη τους!. Στην κατηγορία αυτή αξίζει να αναφέρουμε τον άγιο Αχμέτ Κάλφα († 3 Μαΐου 1682), ο οποίος ζήτησε από έναν ιερέα να τον βαπτίσει, και αργότερα, ομολόγησε την πίστη του σε μια συνάθροιση Οθωμανών αξιωματούχων, οπότε αξιώθηκε να λάβει και το βάπτισμα του μαρτυρίου ή τον Ιωάννη εκ Κονίτσης, πρώην δερβίση,ο οποίος μαρτύρσε στο Βραχώρι (σημ. Αγρίνιο) και ζήτησε, κατά την ώρα του μαρτυρίου, να του λύσουν τα χέρια για να κάνει το σημείο του Σταυρού. Οι δήμιοι αρνήθηκαν και εκείνος σαν τον ληστή του Ευαγγελίου ανεφώνησε «Μνήσθητί μου Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. 23, 42), κλίνοντας την κεφαλή του για να δεχθεί το θανατηφόρο χτύπημα από το ξίφος του Τούρκου δημίου. Δόξα της Ανατολικής Εκκλησίας και οι εξ αγαρηνών Νεομάρτυρες.

Πριν περάσω στο τελευταίο μέρος της ομιλίας μου και σε κάποια άλλα συγκεκριμένα παραδείγματα νεομαρτύρων καλό θα ήταν να επισημάνουμε και μια άλλη κατηγορία μαρτύρων, τους Εθνομάρτυρες, οι οποίοι συχνά τιμώνται και ως άγιοι – κορυφαία παραδείγματα της κατηγορίας αυτής ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ και ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Βέβαια ως Εθνομάρτυρες μπρούμε να θεωρήσουμε και όλους τους Νεομάρτυρες, αφού με το μαρτύριο τους έγιναν προάγγελοι της Ανάστασης του Γένους και αποτέλεσαν παραδείγματα θάρρους και αποφασιστικότητας για τους σκλαβωμένους αδερφούς με την αποφασή τους να θυσιάσουν τη ζωή τους για την πίστη τους. Η μόνη διαφορά ανάμεσα σε Νεομάρτυρες και Εθνομάρτυρες είναι ότι στους πρώτους υπερτερούσε η θρησκευτική συνείδηση, ενώ στους δεύτερους η εθνική. Ο πόθος όμως για την απελευθέρωση της πατρίδας ήταν κοινός στις ψυχές και των δύο.

IV   ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΔΑΜΙΑΝΟΣ

Είναι ευκαιρία όμως να δούμε και κάποια άλλα ενδεικτικά παραδείγματα Νεομαρτύρων για να καταλάβουμε για ποιο λόγο ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης τους αποκαλεί «δόξα της Ανατολικής Εκκλησίας». Ο οσιομάρτυρας Δαμιανός († 14 Φεβρουαρίου 1568), ο κτήτωρ της μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Αγιάς, είναι το πρώτο ενδεικτικό παράδειγμα. Σε νεαρή ηλικία, το 1540, ποθώντας τον μοναχικό βίο, έφυγε για το Άγιον Όρος. Τα βήματά του τον οδήγησαν στην Ι. Μονή Φιλοθέου, όπου αποφάσισε να μείνει υποτασσόμενος στον ηγούμενο και τους πατέρες της Μονής. Αργότερα παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει τη μονή και να υποταχθεί σε έναν ασκητή, τον όσιο Δομέτιο Τόσο πολύ πρόκοβε στην αρετή κοντά στον γέροντά του, ώστε αξιώθηκε να ακούσει και θεϊκή φωνή η οποία του έλεγε: «Δαμιανέ ου μόνον το εαυτού δει σε ζητείν, αλλά και το των ετέρων». Δεν πρέπει, δηλαδή, να κοιτάς μόνον το δικό σου συμφέρον, αλλά και των άλλων· πρέπει να ενδιαφερθείς για την πνευματική οικοδομή των υπόδουλων Ελλήνων. Υπακούοντας στο θεϊκό κέλευσμα ο νεαρός Δαμιανός ανεχώρησε από το Άγιο Όρος και ήρθε στα μέρη του Ολύμπου για να διδάξει τον ευαγγελικό λόγο. Η κατάσταση που βρήκε οικτρή. Αρχίζει αμέσως το ιεραποστολικό του έργο. Γράφει ο όσιος Νικόδημος: «εκήρυττεν εις τα χωρία […] τον λόγον του Θεού, λαμπρά τη φωνή, διδάσκωντας και παρακινώντας τους Χριστιανούς να μετανοήσουν, και να απέχουν από τας αδικίας, και από όλας τας άλλας κακίας, και να φυλάττουν τας εντολάς του Θεού, εργαζόμενοι τα καλά και θεάρεστα έργα». Για τον Όσιο Δαμιανό ήταν σοβαρό ζήτημα η κατανόηση της σημασίας της τήρησης της Κυριακής αργίας από τους σκλαβωμένους Χριστιανούς. Ήταν ένα από τα στοιχεία αφύπνισης της εθνικής συνείδησης των υποδούλων. Το είχε αντιληφθεί ο Όσιος και γι’ αυτό προσπαθούσε – σε κάθε ευκαιρία που του δινόταν – να το αναδείξει. Γνώριζε όμως ότι η ανακίνηση του συγκεκριμένου ζητήματος θα προκαλούσε την οργισμένη αντίδραση όσων θίγονταν τα συμφέροντά τους, με την τήρησή της από τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Πράγματι κάποιοι πολύ γρήγορα ενοχλήθηκαν από το κήρυγμα του Οσίου, επειδή έβλεπαν να θίγονται τα οικονομικά τους συμφέροντα και να χάνουν ένα σημαντικό μέρος των κερδών τους από την αποχή των Χριστιανών από τις κυριακάτικες εμπορικές συναλλαγές. Αναζητούσαν λοιπόν την κατάλληλη ευκαιρία να τον συλλάβουν και να τον παραδώσουν στους Τούρκους. Η ευκαιρία που έψαχναν δεν άργησε να βρεθεί. Έτσι, ενώ βρισκόταν στο χωριό Βουλγαρινή (Έλαφος) για κάποιες υποθέσεις της Μονής, ο Όσιος θεώρησε καλό να διδάξει τους κατοίκους του χωριού και να τους αποτρέψει από τις αγοραπωλησίες την ημέρα της Κυριακής. Εκεί συνελήφθη και παρεδόθη στους Τούρκους, οι οποίοι τον έφεραν στη Λάρισα. Το κατηγορητήριο εναντίον του στην πραγματικότητα απεκάλυπτε τον κεντρικό πυρήνα της διδασκαλίας του. Τον κατηγορούσαν ότι προέτρεπε τους Χριστιανούς να μην πωλούν και να μην αγοράζουν την Κυριακή, και γενικότερα να μην έχουν οικονομικές δοσοληψίες κατά την ημέρα που είναι αφιερωμένη στον Κύριο, αλλά να παραμένουν στέρεοι στην πίστη τους φυλάσσοντας στο ακέραιο τις εντολές του Θεού. Τα βασανιστήρια στα οποία υπεβλήθη φρικτά. Τα άντεξε με καρτερία και υπομονή. Τέλος τον οδήγησαν κοντά στη σημερινή γέφυρα του ποταμού Πηνείου, όπου συνήθιζαν να φονεύουν τους κακούργους. Σε εκείνο το σημείο έστησαν την αγχόνη και κρέμασαν τον Δαμιανό ως κακούργο. Ένας από τους δημίους κτύπησε τον κρεμασμένο μάρτυρα με πέλεκυ στο κεφάλι και το κτύπημά του ήταν τόσο δυνατό, ώστε κόπηκε το σχοινί της αγχόνης. Μισοπεθαμένος όπως ήταν, δεν δίστασαν να ανάψουν μεγάλη φωτιά και να τον ρίξουν σ’ αυτήν για να τον κάψουν. Το φρικτό τους έγκλημα δεν τελείωσε εδώ. Τη στάχτη του τιμίου σώματος την περισυνέλεξαν και την έριξαν στον Πηνειό.

V ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ

Θα μεταφερθούμε τώρα στη Σμύρνη εκατό περίπου χρόνια πριν από την οριστική καταστροφή της, το 1810. Στην κοσμοπολίτισσα Σμύρνη βρέθηκε ένας μοναχός, ο Προκόπιος, προερχόμενος από το Άγιον Όρος. Τί συνέβη όμως ώστε ένας μοναχός να εγκαταλείψει τον κόσμο της μοναστικής πολιτείας του Αγίου Όρους και να επιλέξει να ζήσει στην πολυθόρυβη και γεμάτη πειρασμούς Σμύρνη;

Ο Προκόπιος σε ηλικία 20 ετών πόθησε να ντυθεί το ράσο του μοναχού. Βλέποντας όμως ο «εχθρός της των ανθρώπων σωτηρίας», δηλ. ο διάβολος, τον Προκόπιο να αριστεύει στους πνευματικούς αγώνες -του υπέβαλε διαρκώς τη σκέψη «να εύγη εις τα εγκόσμια», δηλαδή να απαρνηθεί τη ζωή του μοναχού και να ζήσει με τις ανέσεις του κοσμικού βίου. Ο Προκόπιος δυστυχώς δεν άντεξε αυτού του είδους τους λογισμούς, υπέκυψε στην επιθυμία να γνωρίσει τις ανέσεις της κοσμικής ζωής και πήρε την απόφαση να φύγει από το Άγιον Όρος. Προορισμός του η Σμύρνη. Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπο ο Προκόπιος βρέθηκε στην κοσμοπολίτισσα Σμύρνη.

Ευρισκόμενος στη Σμύρνη ο Προκόπιος και επηρεαζόμενος μάλιστα από κάποιους οι οποίοι τον επιτιμούσαν για την απόφασή του να εγκαταλείψει τον μοναχισμό και να ζήσει ως κοσμικός άνθρωπος, άρχισε να πιστεύει πως δεν υπάρχει πλέον σωτηρία για την ψυχή του, αφού παραβίασε τους όρκους που έδωσε ως μοναχός. Κανένας δεν υπήρχε εκείνη τη στιγμή δίπλα του για να τον στηρίξει, κανείς δεν του έδινε μία ελπίδα σωτηρίας. Φυσικό ήταν να περιέλθει σε απόγνωση και να πέσει σε σφάλμα χειρότερο από το πρώτο· ασπάζεται το Ισλάμ και δέχεται την περιτομή. Μόλις όμως έλαβε την περιτομή, «ήρξατο να τον κατακεντά η συνείδησις και ο πριν απεγνωσμένος, ήλθεν εις αίσθησιν του απείρου ελέους του Θεού». Αναζητά έναν πνευματικό, για να εξομολογηθεί το αμάρτημά του. Κανένας όμως δεν τον δεχόταν, επειδή φοβόταν για την ζωή του. Τελικά, αφού ξέφυγε της επιτήρησης των γενίτσαρων, βρήκε έναν φίλο του πνευματικό, από τον καιρό που ακόμη ήταν μοναχός στην Σκήτη του Προδρόμου στο Άγιον Όρος. Ο πνευματικός λυπήθηκε πολύ, όταν είδε ότι ο Προκόπιος είχε αλλαξοπιστήσει, αρνούμενος τον Χριστό και το σχήμα του μοναχού, αλλά αποφάσισε να τον βοηθήσει και να τον στερώσει στην πίστη. Σ’ αυτόν ο εξωμότης εξομολογήθηκε την αποστασία του και εξέφρασε την επιθυμία του «να αποπλύνη το της αρνήσεως δεινόν αμάρτημα» με το ίδιο του το αίμα. Ο πνευματικός όμως φοβόταν ότι ο Προκόπιος δεν θα άντεχε τα σκληρά βασανιστήρια των Τούρκων. Του έλεγε χαρακτηριστικά: «αδελφέ μου, αυτό όπου μοι λέγεις, είναι άγιον, όμως ο καιρός δεν συμφέρει, […] και συ νέος ων, ενδέχεται να μην υποφέρης, και ύστερον ήθελες λυπήση ου μόνον ημάς, αλλά και όλους τους συνασκητάς και φίλους σου και όλους τους εδώ Χριστιανούς·και τί λέγω τους εδώ Χριστιανούς, και δεν λέγω και όλους τους χορούς των Αγγέλων και των Μαρτύρων, όπου χαίρουσιν όταν ίδωσιν έναν τοιούτον αμαρτωλόν μετανοούντα, […] και έπειτα να τον ίδωσιν, αντί νικητού, πάλιν εκ δευτέρου νενικημένον, και αντί στεφανίτου αξιοδάκρυτον;»

Ο Προκόπιος ενέμεινε όμως στην απόφασή του να ομολογήσει τον Χριστό μπροστά σε αυτούς που τον αρνήθηκε. Ζήτησε μόνο να τον χρίσει με το Άγιο Μύρο και να τον κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων, αποφασισμένος σύντομα να μαρτυρήσει. Επειδή όμως ο πνευματικός δεν είχε τη δυνατότητα να του ικανοποιήσει τις τελευταίες του επιθυμίες, του απάντησε, στηρίζοντας τον στην απόφασή του: «δεν έχω τον τρόπο να σε μυρώσω, πλην δεν είναι ανάγκη, επειδή συ αποφασίζεις με γενναιότητα να βαπτισθής με το αίμα σου, όπου είναι το ύστατον βάπτισμα, το οποίον δεν μολύνεται πλέον με άλλας ακαθαρσίας, και καθαίρει τον άνθρωπον από πάσαν αμαρτίαν, και μάλιστα το έγκλημα της αρνήσεως.» Αφού επί δεκαπέντε μέρες ο Προκόπιος πήγαινε με κάθε προφύλαξη στον πνευματικό του ιερέα, χωρίς να γίνεται από κανέναν αντιληπτός, ξαφνικά ένα Σάββατο του γνωστοποίησε την απόφασή του να ομολογήσει τον Χριστό: «σήμερον είναι η υστερινή μου ημέρα, κι έκαμα απόφασιν να παρρησιασθώ (=να ομολογήσω)· λοιπόν ήλθα να σε αποχαιρετήσω, ότι δεν θέλω σε ιδή πλέον».

Παρουσιάσθηκε λοιπόν ο Προκόπιος γεμάτος θάρρος και παρρησία ενώπιον του δικαστηρίου, πέταξε κατά γης το σαρίκι που φορούσε, και έβαλε στο κεφάλι του τον μοναχικό σκούφο που έκρυβε στον κόρφο του. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια του δικαστή και των υπολοίπων παρισταμένων ο Προκόπιος ομολόγησε με παρρησία την πίστη του και απαρνήθηκε τον Μωάμεθ. Όσο κι αν προσπάθησαν να του αλλάξουν τη γνώμη είτε τάζοντας του πλούτη και αξιώματα είτε απειλώντας τον με βασανιστήρια και φριχτό θάνατο, δεν κατάφεραν τίποτε. Ο Προκόπιος σταθερά βροντοφώναζε: «εγώ τώρα δεν έχω μέσα μου άλλον, παρά τον Θεόν τον Ιησούν μου Χριστόν και την Παναγίαν μου.» Σκυλιασμένος ο όχλος και οι δικαστές από τη σθεναρή στάση του, άρχισαν να τον απειλούν και να τον περιπαίζουν: «τώρα θέλεις ιδής το κεφάλι σου να πετάξη κάτω εις τα ποδάρια σου, να ιδώμεν έρχεται η Παναγία σου να σε ελευθερώση;»

Εσπευσμένα τον καταδίκασαν σε θάνατο και διέταξαν να εκτελεστεί άμεσα η απόφαση. Ο μάρτυρας δέχθηκε με χαρά την απόφαση. Ήταν τόση η γενναιότητά του και η επιθυμία του να μαρτυρήσει για τον Χριστό, ώστε κανένας από τους δημίους δεν έπαιρνε την απόφαση να τον αποκεφαλίσει. Ο ένας προέτρεπε τον άλλο να αναλάβει την εκτέλεση, βλέποντας τον μάρτυρα τόσο χαρούμενο, και δίσταζε να του κόψει το κεφάλι. Τελικά έψαξαν και βρήκαν έναν αρνησίθρησκο χριστιανό, που ξεπερνούσε σε σκληρότητα και κακία ακόμη και τους ίδιους τους δημίους. Αυτός με προθυμία δέχθηκε να εκτελέσει την ορισμένη ποινή και απέκοψε την κεφαλή του μάρτυρα. Ήταν ημέρα Σάββατο 25 Ιουνίου 1810.

VI ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ ΔΕΣΠΟΤΑΚΗΣ – ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟΣ

Και από τη Σμύρνη ας μεταφερθούμε στην Κρήτη, η οποια καυχάται για το πλήθος των Νεομαρτύρων που ανέδειξε. Δόξα και καύχημα της Εκκλησίας της Κρήτης και της επισκοπής Κισάμου και Σελίνου ο επίσκοπός της Μελχισεδέκ Δεσποτάκης και ο ιεροδιάκονος Καλλίνικος. Όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες της περιόδου της Τουρκοκρατίας, ο Μελχισεδέκ σε νεαρή ηλικία μετέβη στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, συγκεκριμένα στο Ιάσιο, για να σπουδάσει στο κοντά στον Γεώργιο Κλεόβουλο, έναν από τους σημαντικότερους παιδαγωγούς της προεπαναστατικής περίοδου (υπήρξε ιδρυτής αλληλοδιδακτικού σχολείου στο Ιάσιο) και φλογερό πατριώτη. Για το πόσο σημαντική ήταν η προσωπικότητα του Κλεόβουλου ο Νικόλαος Δραγούμης γράφει: «Ἦτο … ἀνήρ σοφός, φιλόπατρις, ἔνθερμος θιασιώτης τῆς δημοτικῆς παιδείας». Ο Μελχισεδέκ είχε την τύχη να έχει έναν μεγάλο δάσκαλο, όπως και πολλοί άλλοι μεγάλοι Έλληνες εκείνων των χρόνων, για παράδειγμα ο μαρτυρικός Γρηγόριος Ε΄, ο οποίος σπούδασε κοντά σε ονομαστούς δασκάλους στη Σμύρνη και στην Πάτμο. Επόμενο ήταν ο δάσκαλος να επηρεάσει τον νεαρό Κρητικό και να του εμφυσήσει την αγάπη για τα γράμματα και την πατρίδα.

Επιστρέφοντας στην πατρίδά του, τρία χρόνια πριν το ξέσπασμα της Επανάστασης, το 1818, χειροτονήθηκε επίσκοπος Κισάμου και Σελίνου. Στη Φιλική Εταιρεία μυήθηκε από τον Βαρνάβα Πάγκαλο, ο οποίος επιτέλεσε σπουδαίο έργο για την προετοιμασία του Αγώνα στην Κρήτη, ως απεσταλμένος της Φιλικής στο νησί. Πιθανότατα, η παρουσία του Βαρνάβα βάρυνε στην απόφαση του Μελχισεδέκ να γίνει ενεργό μέλος της Φιλικής και να εργαστεί με ζήλο για την επίτευξη της πολυπόθητης απελευθέρωσης. Η απελευθέρωση της Κρήτης και της Ελλάδας έγινε για τον Μελχισεδέκ το κύριο μέλημα της δράσης του.

Στα μέσα περίπου Μαΐου του 1821, οι Τούρκοι των Χανίων έχοντας πληροφορηθεί για την επαναστατική δράση του Επισκόπου στην επαρχία του Σελίνου, ζήτησαν από τον πασά των Χανίων να συλλάβει και να φυλακίσει τον επαναστάτη επίσκοπο. Ο πασάς διέταξε άμεσα τη σύλληψη του Μελχισεδέκ, με την κατηγορία «ότι περιήρχετο την επαρχία του, κινών τον λαόν των Χριστιανών εις αποστασίαν». Μαζί του φυλάκισαν και τον ιεροδιάκονο Καλλίνικο Βεροιέα, τον οποίο συνέλαβαν λίγο νωρίτερα στα Περιβόλια Κυδωνίας. Ήταν μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους Οθωμανούς να δείξουν το σκληρό πρόσωπό τους στους Κρητικούς. Όπως προχώρησαν σε σφαγές στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και σε άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας για να προλάβουν την εκδήλωση της Επανάστασης στα μέρη αυτά, το ίδιο θα έπρατταν και τώρα. Ο θάνατος των δύο επιφανών προσώπων της επαρχίας Κισσάμου και της νήσου Κρήτης θα αποτελούσε πρόκριμα για την τακτική την οποία θα ακολουθούσαν έναντι των αμάχων αν αποφάσιζαν να πάρουν τα όπλα. Θα τους περίμενε η σφαγή και η αγχόνη.

Έτσι απαίτησαν από τον πασά να δώσει άδεια να θανατώσουν τους δύο ιερωμένους, χωρίς να μεσολαβήσει καμία δικαστική διαδικασία. Ο πασάς κάμφθηκε μπροστά στο μανιασμένο τουρκικό όχλο και παρέδωσε τους δύο ιερωμένους για να τους θανατώσουν. Κάτι ανάλογο θα συμβεί 100 χρόνια αργότερα, όταν ο τουρκικός όχλος συγκεντρωμένος στο προαύλιο του Νουρεντίν πασά στη Σμύρνη ζητούσε την παράδοση του Χρυσοστόμου για να τον θανατώσει. Πρόδρομος και πρότυπο μάρτυρα ο Μελχισεδέκ. Και το μαρτύριό τους επίσης θυμίζει το μαρτύριο του Χρυσοστόμου Σμύρνης. Αφού τους ξεγύμνωσαν, τους τριγύρισαν στα σοκάκια των Χανίων χτυπώντας τους και ξεριζώνοντας τα γένειά τους. Τέλος τους κρέμασαν, και νεκροί όντες, τους εξόρυξαν τους οφθαλμους και κατέκοψαν τα τίμια σώματά τους σε μικρότερα κομμάτια. Ένας ακόμη αρχιερεύς και ένας ταπεινός διάκονος και δάσκαλος έγιναν θυσία στον Θεό και πότισαν με το αίμα τους το δένδρο της Ελευθερίας, όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στο κοινό απολυτίκιό τους: « η εν αγχόνη άθλησις αυτών εδείχθη λύτρον της δουλείας των Κρητών» Η Εκκλησία της Κρήτης περηφανεύεται για τους δύο μάρτυρες, οι οποίοι αποτελούν ακόμη μία απάντηση για την προσφορά της Εκκλησίας στον απελευθερωτικό Αγώνα. Μία Εκκλησία η οποία στάθηκε δίπλα στο ποίμνιό της τους δύσκολους χρόνους της σκλαβιάς και διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην απελευθέρωση.

VII ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Συμπερασματικά, όπως επιβεβαιώνεται και από τα τρία παραδείγματα, οι Νεομάρτυρες είναι η δόξα της Ανατολικής Εκκλησίας. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ότι πίστευαν ακράδαντα στον Χριστό και στην Ελλάδα. «Μη λησμονούμε», όπως γράφει ο θεολόγος καθηγητής Β. Στεργιούλης, «ότι το έθνος τότε δεν εκφραζόταν πολιτικά, αλλά θρησκευτικά, με την Ορθοδοξία. Διαχωριστική γραμμή μεταξύ κατακτητών και υπόδουλων ήταν η θρησκεία. Ο Τίμιος του Κυρίου Σταυρός και η ημισέληνος. Γι΄ αυτό οι κατακτητές επεδίωκαν με κάθε τρόπο να κάνουν τους υπόδουλους να αλλαξοπιστήσουν, ενώ εκείνοι αγωνίζονταν για την προάσπιση και διατήρηση της πίστης τους. Μαζί δε με αυτή και της εθνικότητάς τους. Ήταν γι αυτούς η πίστη, ό, τι πιο ιερό είχαν. ‘‘Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται …’’τόνιζε χαρακτηριστικά ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός στις διδαχές του, θέλοντας να προλάβει τον εξισλαμισμό των ραγιάδων. Γιατί η απώλεια των δύο αυτών παραγόντων θα τους οδηγούσε τελικά στον εκτουρκισμό. Η απώλεια της θρησκευτικής πίστης, θα σήμαινε και την απώλεια της εθνικότητας, όπως βεβαιώνει η ιστορία». Το γνώριζε ο όσιος Δαμιανός στη Θεσσαλία, ο Κοσμάς ο Αιτωλός περπατώντας τον ελλαδικό χώρο, ο Μελχισεδέκ στην Κρήτη, όταν αποφάσιζε να αγωνιστεί για την απελευθέρωση της Νήσου, γι’ αυτό και έδωσαν την ίδια την ζωή τους στην υπεράσπιση των ιδανικών και της πίστης. Ας αναρωτηθούμε: μήπως κάτι ανάλογο επιχειρείται και στις μέρες μας; Απώλεια δηλαδή της πίστης κατά κάποιον τρόπο, η οποία δεν θα οδηγήσει βέβαια στον «τουρκισμό», αλλά στην αποδοχή ενός θρησκευτικού συγκρητισμού;